19-10-2012

 

Του Ηλία Μόσιαλου

Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης, όπου απουσιάζει ένα σύστημα αξιολόγησης των γιατρών, των εκπαιδευτικών, των νοσοκομείων και των σχολείων, όπως και αξιόπιστοι δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας και των ανισοτήτων στο υγειονομικό και το εκπαιδευτικό σύστημα.

Από τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας εξαρτάται το μέλλον της χώρας και των πολιτών της.

Η Ελλάδα περνά μια πάρα πολύ σημαντική κρίση. Παρόμοια όμως κρίση, αν και ομολογουμένως όχι ακριβώς του ίδιου επιπέδου, είχε περάσει κατά τη δεκαετία του ’90 και μετά την κατάρρευση του βασικού εμπορικού της εταίρου, της Σοβιετικής Ένωσης, η Φινλανδία. Το ΑΕΠ της την περίοδο 1990-1994 μειώθηκε κατά 15%. Η ανεργία έφτασε το 20%, ενώ στους νέους ξεπέρασε το 30%. Οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50% και η χρηματιστηριακή αγορά κατά 70%. Η χώρα υποχρεώθηκε να ακολουθήσει αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή και να αναδιατάξει τους παραγωγικούς και εξαγωγικούς προσανατολισμούς της. Παρ’ όλους όμως τους κοινωνικούς κλυδωνισμούς, δεν παρατηρήθηκαν τόσο μεγάλες κοινωνικές εντάσεις όσο στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η Φινλανδία είχε ένα πολύ καλό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο τη βοήθησε να στρέψει την παραγωγική δραστηριότητα προς τις νέες τεχνολογίες. Επίσης, η χώρα είχε ένα καλό κράτος πρόνοιας, το οποίο παρείχε αξιόλογες υπηρεσίες και όχι γενικευμένα επιδόματα, τα οποία τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε εκείνους που τα χρειάζονται λιγότερο.

Στην Ελλάδα οι κοινωνικές εντάσεις και οι ατομικές ανησυχίες, όπως δείχνουν και οι τραγικές αυτοκτονίες συμπολιτών μας, διαρκώς εντείνονται. Αυτό συμβαίνει γιατί σε εμάς απουσιάζει το ποιοτικό κοινωνικό κράτος. Η κοινωνική δαπάνη από το 19% του ΑΕΠ το 1996 έφθασε το 22% το 2003 και το 29% το 2009. Σε ονομαστικές τιμές, οι κοινωνικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης σχεδόν διπλασιάστηκαν, καθώς αυξήθηκαν από τα 27 δισ. ευρώ το 2003 στα 49 δισ. το 2009. Και όμως παρατηρείται μεγάλη ανισοκατανομή των κοινωνικών πόρων, ενώ οι μισθολογικές ανισότητες είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Πιο συγκεκριμένα, η μέση πραγματική αύξηση των μισθών στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα ήταν 34% την περίοδο 1996-2009, έναντι 44% στο Δημόσιο και 86% στις ΔΕΚΟ.

Στην υγεία και την παιδεία οι ανισότητες στην πρόσβαση δεν μειώθηκαν, παρά την αύξηση των δαπανών. Οι Έλληνες κάνουν περισσότερες ιατρικές εξετάσεις από κάθε άλλο λαό. Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν το 2010, 98 μαγνητικές τομογραφίες ανά 1.000 άτομα. Στη δεύτερη και τρίτη θέση, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, βρίσκονται οι ΗΠΑ και η Ισλανδία με 91 και 75 μαγνητικές τομογραφίες αντίστοιχα. Παράλληλα, έχουμε τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών ανά ασθενή: έξι ανά 1.000 άτομα. Το ότι όμως οι Ελληνες κάνουν περισσότερες ιατρικές εξετάσεις δεν τους καθιστά υγιέστερους από άλλους, ούτε βεβαίως το ότι έχουμε τους περισσότερους γιατρούς μετατρέπει το σύστημα υγείας μας σε δημόσιο και δωρεάν. Οι έλληνες ασθενείς πληρώνουν από την τσέπη τους 830 ευρώ τον χρόνο για υπηρεσίες υγείας, που αντιστοιχούν στο 39,65% των συνολικών δαπανών υγείας. Αυτή η δαπάνη είναι μεγαλύτερη κατά 153 ευρώ της μέσης ιδιωτικής δαπάνης υγείας των χωρών του ΟΟΣΑ.

Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα με την εκπαίδευση, γιατί και εδώ το 40% των δαπανών είναι ιδιωτικές. Οι καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δουλεύουν λιγότερο συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρώπης, αλλά και αμείβονται λιγότερο. Το κόστος όμως ανά μαθητή στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλό. Και αυτό εξαιτίας κυρίως της αναλογίας μαθητών – εκπαιδευτικών αφού ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 14,4, όταν στην Ελλάδα (στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση) είναι 10,1 μαθητές ανά δάσκαλο.

Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης, όπου απουσιάζει ένα σύστημα αξιολόγησης των γιατρών, των εκπαιδευτικών, των νοσοκομείων και των σχολείων, όπως και αξιόπιστοι δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας και των ανισοτήτων στο υγειονομικό και το εκπαιδευτικό σύστημα.

Το Ασφαλιστικό, παρά τις αλλαγές που έγιναν την προηγούμενη διετία, ως πρόβλημα, καθόλου δεν έχει επιλυθεί οριστικά. Οι ανισότητες παραμένουν. Οι κοινωνικοί πόροι διατηρήθηκαν για πολλά «ευγενή» Ταμεία. Ενας συνταξιούχος υπάλληλος της ΔΕΗ, απόφοιτος λυκείου, παίρνει σύνταξη 1.768 ευρώ, ενώ αντίστοιχης μόρφωσης διοικητικός υπάλληλος, ύστερα από 35 χρόνια υπηρεσίας, 1.066 ευρώ. Μεγάλο είναι όμως είναι και το πρόβλημα γήρανσης της κοινωνίας. Το ποσοστό των ηλικιωμένων από 17% το 2011 αναμένεται να φτάσει το 24% το 2030. Το σύνολο εργαζομένων το 2030 θα είναι μικρότερο κατά 600.000 άτομα σε σχέση με το 2011. Αυτές οι εξελίξεις γεννούν πρόσθετα βάρη, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν από σήμερα.

Από τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας εξαρτάται το μέλλον της χώρας και των πολιτών της. Αυτά τα θέματα πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και συζήτησης, μαζί με αυτά που αφορούν το πώς θα αλλάξει το παραγωγικό και αναπτυξιακό μας μοντέλο. Η δίκαιη κατανομή των αναγκαίων θυσιών και η προστασία των πιο αδύναμων πρέπει να είναι οι άμεσες προτεραιότητες.