πηγή: Καθημερινή | 13-12-2012

 

Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*

Η σχέση της τουρκικής κοινωνίας με την οθωμανική ιστορική κληρονομιά αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του τουρκικού δημοσίου διαλόγου. Κατά τούτο η Τουρκία δεν διακρίνεται από τις κοινωνίες της Ελλάδος και άλλων κρατών διαδόχων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

ην ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός Ερντογάν εμφανίζεται ως διαπρύσιος υπερασπιστής της μνήμης του σουλτάνου Σουλεϊμάν, η κυβέρνησή του ασχημονεί εναντίον του μνημείου με το οποίο ο σουλτάνος επεδίωξε να εδραιώσει την υστεροφημία του.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εναντίον της προβαλλομένης και στην Ελλάδα τηλεοπτικής σειράς με θέμα τη ζωή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και οι δημόσιες παραινέσεις του προς τους εισαγγελείς να «επιληφθούν καταλλήλως της υποθέσεως» δίνουν μάλλον αλγεινή εικόνα σχετικά με τον σεβασμό του στις αρχές του πλουραλισμού και της διακρίσεως των εξουσιών. Τουλάχιστον, όμως, διασκέδασαν τις υποψίες ότι η εν λόγω τηλεοπτική σειρά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας «νεοθωμανικής» συνωμοσίας της τουρκικής κυβερνήσεως εναντίον των λαών τα εδάφη των οποίων κάποτε ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Για να είμαστε δίκαιοι με τους συντελεστές της σειράς, αυτή ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες ιστορικού ντοκιμαντέρ. Η εμπορική της επιτυχία, ωστόσο, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και την κριτική όσων ασχολούνται με τη διαχείριση και τη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης της σχετικής με την οθωμανική αυτοκρατορία.

Η σχέση της τουρκικής κοινωνίας με την οθωμανική ιστορική κληρονομιά αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του τουρκικού δημοσίου διαλόγου. Κατά τούτο η Τουρκία δεν διακρίνεται από τις κοινωνίες της Ελλάδος και άλλων κρατών διαδόχων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η υπό τον Ατατούρκ σύγχρονη Τουρκία επεδίωξε να τοποθετηθεί στον αντίποδα του οθωμανικού παρελθόντος της. Η οθωμανική αυτοκρατορία ταυτίσθηκε με την ανορθολογική «Ανατολή», τον θρησκευτικό φανατισμό, τον σκοταδισμό, την υπανάπτυξη, την οικονομική εξάρτηση και τις πολεμικές ταπεινώσεις. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το πολιτικό Ισλάμ θέλησε να αναστρέψει την εικόνα αυτή: η κλασική οθωμανική περίοδος παρουσιάσθηκε ως ο «χρυσούς αιών της τουρκικής ιστορίας», κατά την οποία η πολιτική και οικονομική ακμή βρισκόταν σε αιτιώδη σχέση με την απόλυτη κυριαρχία των ισλαμικών αξιών σε δημόσιο και ιδιωτικό βίο. Εύλογα, λοιπόν, οι μεν κοσμικοί ενοχλήθηκαν όταν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν και η Υψηλή Πύλη δεν παρουσιάζονται στη σειρά ως ένας εσμός σκοταδιστών ή θρησκόληπτων αλλά ως μία αποτελεσματική ηγετική ομάδα. Οι δε ισλαμιστές αντέδρασαν στην απεικόνιση του σουλτάνου και του επιτελείου του να διάγουν βίο που κάθε άλλο παρά συνάδει προς τα αυστηρά ισλαμικά πρότυπα που προάγουν οι ίδιοι. Απευθυνόμενος και στα εθνικιστικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινής γνώμης, ο πρωθυπουργός Ερντογάν δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι, εν αντιθέσει με τη μάλλον μαλθακή εικόνα του στη σειρά, ο Σουλεϊμάν πέρασε τριάντα χρόνια της ζωής του έφιππος, αναφερόμενος στους διαρκείς κατακτητικούς του πολέμους. Eνας Τούρκος γελοιογράφος έσπευσε να παρουσιάσει το άλογο του Σουλεϊμάν να πανηγυρίζει για την «με πρωθυπουργική εντολή» αναβάθμιση του ρόλου του στο σίριαλ.

Η τραγική ειρωνεία, όμως, βρίσκεται αλλού. Την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός Ερντογάν εμφανίζεται ως διαπρύσιος υπερασπιστής της μνήμης του σουλτάνου Σουλεϊμάν, η κυβέρνησή του ασχημονεί εναντίον του μνημείου με το οποίο ο σουλτάνος επεδίωξε να εδραιώσει την υστεροφημία του. Το τέμενος Σουλεϊμανίγε, το σπουδαιότερο έργο του διασημοτέρου των Οθωμανών αρχιτεκτόνων Σινάν, όπου βρίσκεται και ο τάφος του σουλτάνου, δεσπόζει στον ορίζοντα της Κωνσταντινουπόλεως. Η κατασκευή μιας ογκώδους και κακόγουστης γέφυρας επί του Κερατίου Κόλπου, λίγα μόνο μέτρα από το μνημείο, στο πλαίσιο της επεκτάσεως του μετρό, θα πλήξει ανεπανόρθωτα την αρμονία τού περί το τέμενος τοπίου.

Οι αρχαιολόγοι, ιστορικοί και αρχιτέκτονες που έκαναν επανειλημμένες εκκλήσεις για την ανάγκη κατασκευής υποθαλάσσιας σήραγγας δεν εισακούσθηκαν. Κατά τα φαινόμενα, ο σεβασμός της οθωμανικής κληρονομιάς δεν συγκινεί και τόσο, όταν δεν μετριέται με κατακτητικούς πολέμους και δεν μεταφράζεται σε ψήφους.

Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.