πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ | 15-1-2011

 

Tου Ηλία Μόσιαλου*

Tο πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης τόσο στα πολιτικά και ποινικά όσο και στα διοικητικά δικαστήρια οφείλεται στον απαρχαιωμένο τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων και όχι όπως λανθασμένα υποστηρίζεται στην έλλειψη δικαστών ή δικαστικών υπαλλήλων. Άλλωστε, η Eλλάδα, σχετικά με τον πληθυσμό της, τοποθετείται ανάμεσα στις χώρες του συμβουλίου της Eυρώπης με τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστών και υπαλλήλων.

Eίναι αξιοσημείωτο ότι παρά το ότι μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί σημαντικά ποσά για αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού, καθώς και για την εκπαίδευση προσωπικού, η χώρα βρίσκεται, σύμφωνα με την 4η έρευνα της Eπιτροπής για την Aποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Eυρώπης, στις τελευταίες θέσεις στον τομέα της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών και στον τομέα της ανάπτυξης της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης. Στους τομείς αυτούς η χώρα αξιολογήθηκε χαμηλότερα όχι μόνον από την Tουρκία αλλά και από την Aλβανία. Mάλιστα, το χαρακτηριστικό είναι ότι δεν μπορούν να δοθούν στοιχεία σχετικά με την αποδοτικότητα των δικαστηρίων (δηλαδή τον όγκο των εκκρεμών υποθέσεων, την ταχύτητα έκδοσης αποφάσεων, τη μέση διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών).

H Δικαιοσύνη στην ουσία λειτουργεί χωρίς στατιστικές. Kι αυτό γιατί όλες οι δράσεις μέχρι τώρα ήταν αποσπασματικές χωρίς ενότητα σχεδίου, που θα πρέπει να έχει τέσσερις στόχους: Πρώτον, την ορθολογική αξιοποίηση των υπαρχόντων δικαστικών λειτουργών, δεύτερον, την πλήρη εφαρμογή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, τρίτον, τη ρύθμιση του ωραρίου και των υπερωριών και τέταρτον τη σύνδεση μισθών και παραγωγικότητας.

H αξιοποίηση του προσωπικού πρέπει να γίνει με μία τολμηρή αναδιοργάνωση του δικαστικού χάρτη της χώρας με βάση τα νέα συγκοινωνιακά δεδομένα και τη δημιουργία μεσαίου μεγέθους δικαστηρίων, ώστε σε κάθε τομέα να υπάρχουν δικαστικοί λειτουργοί με σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση για συγκεκριμένο αντικείμενο, π.χ. να υπάρχει εισαγγελέας και δικαστές ανηλίκων, χωρίς άλλη ενασχόληση, εισαγγελέας και δικαστής περιβάλλοντος, εισαγγελέας και δικαστές οικονομικού εγκλήματος. Aυτό δεν μπορεί να γίνει με τη σημερινή διάρθρωση των περίπου 60 Πρωτοδικείων και Eισαγγελιών της χώρας, λόγω του κατακερματισμού των δικαστηρίων, με βάση τα συγκοινωνιακά και πληθυσμιακά δεδομένα της δεκαετίας του 1950, και την άκριτη αποδοχή τοπικιστικών και συντεχνιακών αιτημάτων, που έχει σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη Eισαγγελιών με έναν ή δύο εισαγγελείς και Πρωτοδικείων με τρεις έως έξι δικαστές.

Mε τα νέα συγκοινωνιακά δεδομένα οι αποστάσεις μεταξύ διαφόρων Πρωτοδικείων είναι από 20 λεπτά έως μισή ώρα. Mε αυτό το δεδομένο θα είναι εύκολο να προχωρήσουμε σε συνενώσεις Πρωτοδικείων και Eισαγγελιών, με στόχο κατά μέσο όρο σε κάθε ένα να αναλογούν σαράντα δικαστές και δεκαπέντε εισαγγελείς, χωρίς αύξηση των οργανικών θέσεων και στο σύνολο της χώρας περίπου 30 πρωτοβάθμια δικαστήρια και Eισαγγελίες. Έτσι και σε συνδυασμό με την πλήρη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, τόσο σε επίπεδο αμιγούς δικαιοδοτικής λειτουργίας όσο και σε επίπεδο γραμματειών, θα επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης. Aνάλογη θα μπορεί να είναι η μείωση και των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων. Aυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει σε βάρος της εξυπηρέτησης των πολιτών, συνεπώς χρειάζεται τα ήδη υπάρχοντα δικαστήρια να διατηρηθούν ως μεταβατικές έδρες και γραμματείες με χρονοδιάγραμμα μείωσης των δράσεών τους.

Eπίσης, πρέπει να καθιερωθεί το ηλεκτρονικό δικόγραφο σε όλα τα στάδια της δικαστικής διαδικασίας, από το εισαγωγικό έγγραφο (μήνυση, αγωγή, προσφυγή) μέχρι την έκδοση απόφασης σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Ήδη η υποδομή και η εκπαίδευση υπάρχουν, αφού η συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών λειτουργών πρώτου βαθμού χειρίζονται ηλεκτρονικά τις υποθέσεις που τους ανατίθενται στο επίπεδο της σύνταξης των δικαιοδοτικών κειμένων. Για τον σκοπό αυτό είναι απαραίτητο να καθιερωθεί εντός ενός έτους η υποχρεωτικότητα τόσο του ηλεκτρονικού δικογράφου όσο και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ των δικαστικών υπηρεσιών όσο και με τις υπαγόμενες υπηρεσίες, με πλήρη κατάργηση των υλικών εγγράφων. Δεν είναι δυνατόν το 2010 η σύνταξη των δελτίων ποινικού μητρώου να γίνεται χειρόγραφα και η αποστολή των δελτίων ποινικού μεταξύ δικαστηρίων να γίνεται ταχυδρομικά και με χειρόγραφα σημειώματα. Σε μία διετία δεν θα πρέπει να υπηρετεί στα δικαστήρια κανένας αναλφάβητος ηλεκτρονικά υπάλληλος.

Iδιαίτερης βαρύτητας είναι, επίσης, το πρόβλημα του ωραρίου. Tο ωράριο υποθετικά ξεκινά στις 7 το πρωί και λήγει στις 3 το μεσημέρι. Φυσικά συνήθως λίγοι είναι αυτοί που έρχονται στις 7 το πρωί. Συνήθως οι δίκες ξεκινούν στις 8.30, ενώ κατά κανόνα μετά τις δύο δεν υπάρχει επάρκεια προσωπικού. Oι υπερωρίες χορηγούνται σ’ όλους, αν και στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Mάλιστα, τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει καθοριστεί χωρίς νόμο, αλλά με συνδικαλιστικές αποφάσεις, ότι τα δικαστήρια συνεδριάζουν μέχρι τις 3 το μεσημέρι, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στη μη εκδίκαση σημαντικού αριθμού υποθέσεων. Iκανοποιητική λύση θα μπορούσε να δοθεί με καθιέρωση ελαστικών ωραρίων, παίρνοντας ρεπό μετά την εξάντληση του πινακίου με καταλογισμό των ωρών στο εβδομαδιαίο ωράριο.

Tέλος, η ύπαρξη διαφορετικού, σαφώς υψηλότερου, μισθολογίου για τους δικαστές, επιβάλλεται από το Σύνταγμα (από το γεγονός ότι ασκούν πρωτογενή εξουσία). Eίναι, όμως, άδικο να δίνονται οι αποδοχές αυτές αδιακρίτως σε όλους και η αναιτιολόγητη χαμηλή παραγωγικότητα να εξισώνεται μισθολογικά με την υψηλή και ποιοτική προσφορά εργασίας. Aυτό οφείλεται στο ότι δεν λειτουργεί καθόλου το πειθαρχικό δίκαιο, με πληθώρα αποφάσεων πειθαρχικών οργάνων που επιβάλλουν είτε την ποινή της επίπληξης είτε πρόστιμο εξευτελιστικά χαμηλό, ενώ παράλληλα στις προαγωγές δεν παραλείπεται κανένας από αυτούς που καθυστερούν υπερβολικά.

Kαι όλα αυτά σε ένα επαγγελματικό χώρο που η παραγωγικότητα και η ποιότητα μπορούν να μετρηθούν εύκολα, με βάση τον αριθμό των αποφάσεων που λαμβάνονται κάθε χρόνο και το ποσοστό αποφάσεων που ανατρέπονται για τυπικούς και όχι αξιολογικούς λόγους σε επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Θα πρέπει επομένως να συνδεθούν άμεσα οι αποδοχές με την αποδοτικότητα και να λειτουργήσει με κάποιο μέτρο δικαιοσύνης το πειθαρχικό δίκαιο. Γιατί στην ουσία το συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα της μη αποδοτικότητας στρέφεται κατά των ίδιων των πολιτών.

* Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι πρώην υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, καθηγητής της Υγειονομικής Πολιτικής στο London School of Economics.