πηγή: ΕΘΝΟΣ | 20-7-2012

 

Της Λίνας Παπαδοπούλου*

Δεν θα γιορταστεί φέτος η επέτειος αποκατάστασης της Δημοκρατίας στις 24 Ιουλίου, ανακοίνωσε η Προεδρία της Δημοκρατίας, και κάλεσε σε «περισυλλογή» και «αναζήτηση μιας άλλης νοηματοδότησης για τον εορτασμό της επετείου». Ποιο είναι λοιπόν το νόημα της επετείου αλλά και της δημοκρατίας σήμερα;

Καταρχάς, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμούμε το γεγονός ότι εδώ και 38 συναπτά έτη το κοινοβουλευτικό πολίτευμα λειτουργεί ομαλά σε συνθήκες ελευθερίας. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αυτής συνοδεύτηκε από οικονομική ανάπτυξη με μείωση των οικονομικών ανισοτήτων. Ωστόσο, χωρίς να παραγνωρίζουμε την τεράστια αξία της ιστορικής αυτής κατάκτησης, πρωτόγνωρης για την Ελλάδα, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι την τελευταία δεκαετία κάνουν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας σημάδια αλλοτρίωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Τα στοιχεία αυτά συγκροτούν σύμφωνα με μια ανάγνωση ένα νέο τύπο πολιτεύματος που έχει ονομαστεί από το βρετανό πολιτικό επιστήμονα και κοινωνιολόγο Colin Crouch «μεταδημοκρατία».(Colin Crouch, Μεταδημοκρατία, Αλ. Κιουπκιολής (μεταφρ), Εκκρεμές 2006.)

Ο όρος αυτός σηματοδοτεί ταυτόχρονα μια ρήξη αλλά και μια συνέχεια με την κλασική συνταγματική δημοκρατία. Η συνέχεια συνίσταται στο γεγονός ότι κεντρικοί θεσμοί της κλασικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως η διάκριση των λειτουργιών, οι περιοδικές εκλογές με καθολική ψηφοφορία, η λειτουργία των κοινοβουλίων και πολιτικών κομμάτων που ανταγωνίζονται και διακρίνονται μεταξύ τους, λιγότερο ή περισσότερο, βάσει προγραμματικών διακηρύξεων, λειτουργούν απρόσκοπτα και κατοχυρώνονται σε τυπικό-νομικό, και μάλιστα συνταγματικό, επίπεδο. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί τη σημερινή από προ-δημοκρατικές κοινωνίες.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι ίδιοι αυτοί θεσμοί δείχνουν να έχουν χάσει τη δύναμή τους να κινητοποιούν τους πολίτες, οι οποίοι αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το Κοινοβούλιο και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους, είναι απρόθυμοι να ασχοληθούν με τα κόμματα και εκφράζουν μια ολοένα και εντεινόμενη δυσαρέσκεια για την πολιτική.

Επιπλέον, τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται μια μείωση των ποσοστών συμμετοχής στις εκλογές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν είναι όμως μόνο η ποσοτική μείωση της συμμετοχής που ανησυχεί, αλλά και ο ποιοτικός δείκτης που φανερώνει ότι η αποχή βρίσκεται σε αντίστροφη σχέση με το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο του πολίτη. Όσο πιο χαμηλό το μορφωτικό επίπεδο των πολιτών, τόσο περισσότερο αυτοί αισθάνονται να μην εκπροσωπούνται, με αποτέλεσμα να αποσύρονται από τη δημοκρατική διαδικασία. Έτσι όμως ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταλλάσσεται σε πολιτικό αποκλεισμό. Το φαινόμενο εμφανίζεται πια και στην Ελλάδα την τελευταία 8ετία. Το ποσοστό της πραγματικής αποχής ανήλθε στις εκλογές του 2012 γύρω στο 25% και σημαίνει ότι ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους απείχε συνειδητά ή ήταν κοινωνικά αποκλεισμένος από τις εκλογές.

Κατ’ αποτέλεσμα το ιδεώδες της νομιμοποίησης της άσκησης της πολιτικής εξουσίας μέσω της συμμετοχής των πολιτών ως ζητούμενο της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών δεν συμπίπτει με την κοινωνική πραγματικότητα. Το χάσμα μεταξύ πραγματικού και κανονιστικού συντάγματος διευρύνεται ολοένα και περισσότερο. Στο αποτέλεσμα αυτό συντελεί και η μεταφορά της λήψης των αποφάσεων από τα δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια σε υπερεθνικά φόρα, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που καθιστά αδήριτη την ανάγκη και η ίδια η Ένωση να αναπροσαρμόσει το ουσιαστικό της σύνταγμα ώστε να ερείδεται περισσότερο στην πολιτική βούληση των πολιτών της.

*Η Λίνα Παπαδοπούλου είναι επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Α.Π.Θ.