πηγή: Greek Economists for Reform.com | 20-8-2012

 

Tης Μαργαρίτας Τσούτσουρα*

Η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα σημαντικότατο πρόβλημα για την Ελληνική οικονομία, το οποίο είναι πολύ δύσκολο όχι μόνο να αντιμετωπιστεί, αλλά ακόμα και να εκτιμηθεί. Μία νέα ακαδημαϊκή έρευνα των Νικολάου Αρταβάνη, Adair Morse και Μαργαρίτας Τσούτσουρα, χρησιμοποιεί μία καινοτόμο μέθοδο για την εκτίμηση του μεγέθους της φοροδιαφυγής και της κατανομής της στους διαφορετικούς επαγγελματικούς κλάδους. Η μελέτη βασίζεται στην ιδέα ότι οι τράπεζες προσαρμόζονται στο οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδος (και άλλων χωρών με εκτεταμένη φοροδιαφυγή) με το να χορηγούν δάνεια με βάση τις εκτιμήσεις τους για το πραγματικό, και όχι το δηλωθέν, εισόδημα των νοικοκυριών.

Ως απόδειξη της προσαρμογής αυτής σημειώνεται ότι ο μέσος ελεύθερος επαγγελματίας εμφανίζεται να δαπανά το 82% του δηλωθέντος εισοδήματός του για την αποπληρωμή δανείων (σε μερικούς κλάδους, όπως Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες, Ιατρικά και Δικηγορικά επαγγέλματα το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 100%). Ο γενικός κανόνας για τη χορήγηση πιστώσεων είναι ότι οι δόσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 30% του εισοδήματος. Η έρευνα εκτιμά το ύψος της φοροδιαφεύγουσας φορολογητέας ύλης, μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες, σε 28 δισ ευρώ για το 2009. Η μεγαλύτερη φοροδιαφυγή παρατηρείται στους κλάδους των ιατρών, των μηχανικών, των εκπαιδευτικών, των χρηματοοικονομικών συμβούλων, των λογιστών και των δικηγόρων.

Η μελέτη εξετάζει ακόμα τις αιτίες που επιτρέπουν τη διατήρηση του φαινομένου και τα κύρια συμπεράσματα είναι: (α) σε κλάδους που η χρήση παραστατικών δεν είναι συνήθης, η φοροδιαφυγή είναι πιο εύκολη και υψηλότερη και (β) το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να μη διαθέτει την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, λόγω προσωπικών κινήτρων που σχετίζονται με τα επαγγέλματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο και τις ισχυρές επαγγελματικές τους ενώσεις. Το πλήρες άρθρο εδώ και μια πιο λεπτομερής περίληψη παρακάτω.

Αξιοποιώντας τραπεζικά δεδομένα σχετικά με το δανεισμό των νοικοκυριών, εκτιμούμε ότι η διαφεύγουσα φορολογητέα ύλη εισοδήματος  για τους ελεύθερους επαγγελματίες  το 2009 στην Ελλάδα ανέρχεται στα 28 δισ. ευρώ. Η εκτίμησή μας αυτή βασίζεται σε μία νέα προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία σε χώρες όπως η Ελλάδα στις οποίες έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον, στο οποίο οι οικονομικές μονάδες (άτομα και επιχειρήσεις) ενεργούν μεν μέσα στο πλαίσιο της επίσημης οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα αποκρύπτουν, μερικώς, εισοδήματα από τις φορολογικές αρχές, ο ιδιωτικός τομέας και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να παραμείνουν ανταγωνιστικά προσαρμόζονται σε αυτό το περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον χαρακτηρίζεται ως «μερικώς τυπικό» (semi-formal). Οι τράπεζες προσαρμόζονται στο εν λόγω μερικώς τυπικό περιβάλλον προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, χορηγώντας δάνεια βάσει των εκτιμήσεών τους για τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και όχι βάσει των δηλωθέντων εισοδημάτων τους.

Ως απόδειξη της εν λόγω προσαρμογής, σημειώνουμε ότι ο αυτοαπασχολούμενος στην Ελλάδα εμφανίζεται να δαπανά το 82% των δηλωθέντων εισοδημάτων του στην εξυπηρέτηση χρεών (σε ορισμένους κλάδους π.χ. χρηματοπιστωτικών, ιατρικών και νομικών υπηρεσιών, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 100%). Είναι εύληπτο ότι η πιθανότητα να πηγαίνουν 82 λεπτά από κάθε ευρώ του μισθού στην εξυπηρέτηση χρεών είναι πρακτικά ανέφικτη. Ο γενικός κανόνας για την χορήγηση πιστώσεων υποδεικνύει τη μη χορήγηση δανείου, στην περίπτωση που το αναγκαίο ποσό για την εξυπηρέτηση των χρεών υπερβαίνει το 30% του εισοδήματος. Συνεπώς, οι τράπεζες προσαρμόζουν τις αποφάσεις τους, αναφορικά με τη χορήγηση πιστώσεων, συνεκτιμώντας ότι το πραγματικό εισόδημα είναι υψηλότερο του δηλωθέντος.

Στόχος της εργασίας μας είναι να αξιοποιήσουμε τα λεπτομερή δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, προκειμένου να παρέχουμε μια εκτίμηση της φοροδιαφυγής συνολικά στην Ελλάδα αλλά και ανά επαγγελματικό κλάδο. Επίσης, επιχειρούμε την ανάλυση των παραγόντων που επιτρέπουν τη συνέχιση της φοροδιαφυγής. Χρησιμοποιούμε μία πλούσια βάση δεδομένων σχετικά με τις αιτήσεις καταναλωτικής πίστης η οποία περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που συνεκτιμούνται από την τράπεζα στα μοντέλα αξιολόγησης της πιστοληπτικής της ικανότητας των πελατών. Συνδυάζουμε τα δεδομένα αυτά με τα στοιχεία από τις ελληνικές φορολογικές αρχές που αφορούν στο εισόδημα και την κατανομή του πλούτου ανά ταχυδρομικό κώδικα.

Με βάση τις αποφάσεις που αφορούν στην πιστοληπτική ικανότητα των ατόμων που υποβάλλουν αίτηση για μακροπρόθεσμα δάνεια, πιστωτικές κάρτες, αναχρηματοδοτήσεις και στεγαστικά δάνεια, εκτιμούμε ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος του πραγματικού εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων για να μπορεί να υποστηρίξει το επίπεδο των χορηγούμενων πιστώσεων. Το βασικό μας αποτέλεσμα αφορά σε ένα σύνολο πολλαπλασιαστών εισοδήματος για κάθε επαγγελματικό κλάδο, που αποτελεί το λόγο πραγματικού προς δηλωθέντος εισοδήματος.

Εκτιμούμε ότι τα μη δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα για το 2009 ανέρχονται στα 28 δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Με φορολογικό συντελεστή 40%, τα διαφυγόντα φορολογικά έσοδα υπολογίζονται στο 31% του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 2009 (ή στο 48% του 2008). Το μέσο πραγματικό εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων είναι 1,92 φορές μεγαλύτερο από το δηλωθέν. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι συντηρητικές για δύο λόγους: Πρώτον, οι τράπεζες μπορεί να προβαίνουν σε κούρεμα της εκτίμησής τους για το πραγματικό εισόδημα, στο βαθμό που είναι λιγότερο πρόθυμες να προβούν σε δανεισμό βάσει του αδήλωτου εισοδήματος (σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα). Δεύτερον, οι εκτιμήσεις μας βασίζονται στην υπόθεση ότι οι μισθωτοί δεν φοροδιαφεύγουν.

Διαπιστώνουμε ότι οι ιατροί, οι μηχανικοί, οι καθηγητές, οι οικονομολόγοι και σύμβουλοι επιχειρήσεων, οι λογιστές και οι δικηγόροι έχουν τον υψηλότερο λόγο πραγματικού προς δηλωθέν εισόδημα (βλ. τον ακόλουθο πίνακα). Τα αποτελέσματα μας παραμένουν συνεπή σε διαφορετικά δείγματα και μοντέλα εκτίμησης.

Με βάση τα αποτελέσματα, εξετάζουμε θεωρίες σχετικά με τους λόγους που επιτρέπουν τη συνέχιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής. Έχουμε εντοπίσει ισχυρές ενδείξεις ότι στους κλάδους όπου απαιτείται καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας, η φοροδιαφυγή είναι λιγότερο πιθανή, γεγονός που καταδεικνύει ότι η επιβολή φορολογικής πειθαρχίας προϋποθέτει πληροφόρηση. Επιπλέον οι κλάδοι με  την υψηλότερη μέση φοροδιαφυγή, αντιστοιχούν σε πολύ μεγάλο βαθμό με τα επαγγέλματα  που αναφέρονταν σε πρόσφατο νομοσχέδιο που προτάθηκε το 2010 για την πάταξη της φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες (βλ. ανωτέρω πίνακα).

Το νομοσχέδιο προέβλεπε το φορολογικό έλεγχο όσων αυτοαπασχολούμενων σε συγκεκριμένους κλάδους δηλώνουν χαμηλό εισόδημα, όμως δεν ψηφίστηκε ποτέ. Ένα ακόμα γεγονός που ενισχύει τη θεωρία έλλειψης πολιτικής βούλησης, είναι ότι τα επαγγέλματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο είναι κατά κύριο λόγο εκείνα που φοροδιαφεύγουν, ακόμη και εάν εξαιρέσουμε τους δικηγόρους. Τα  αποτελέσματα μας καταδεικνύουν ότι (i) οι εργαζόμενοι σε κλάδους όπου δεν απαιτείται καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας είναι ευκολότερο να φοροδιαφύγουν και ότι (ii) το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται να μη διαθέτει την πολιτική βούληση να προβεί σε φορολογική μεταρρύθμιση.

Μαργαρίτα Τσούτσουρα είναι Επίκουρος Καθηγήτρια Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.