πηγή: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ | 30-8-2012

 

Του Ορέστη Καλογήρου*

η κοινωνική πλειοψηφία γνωρίζει τα όρια του σημερινού πολιτικού συστήματος

Η κυβέρνηση έχει ήδη δύο μήνες ζωής και είναι καιρός να αξιολογηθεί η απόδοσή της. Ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο πυκνός και η κρίση τόσο οξεία, που δεν αφήνουν περιθώρια για «περίοδο χάριτος».

Η κυβέρνηση προετοιμάζεται για την υπερψήφιση ενός ακόμη μεγάλου πακέτου λιτότητας 11,6 δις, έτσι όπως αυτό απορρέει από τις δανειακές συμβάσεις και τις υποχρεώσεις της χώρας. Πρόκειται για το ίδιο πακέτο που θα έπρεπε να είχε υλοποιήσει από τον Μάρτιο η κυβέρνηση Παπαδήμου. Ήδη, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ έχουν αρχίσει να ψιθυρίζουν ότι στην πραγματικότητα χρειάζονται ακόμη 5-7 δις, λόγω της μαύρης τρύπας που δημιουργήθηκε αποκλειστικά εξ αιτίας της επιμονής του πολιτικού συστήματος να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες και απανωτές εκλογές. Αν αυτό αληθεύει, πρόκειται για ένα πολιτικό έγκλημα εις βάρος του ελληνικού λαού. Οι πολιτικά υπεύθυνοι γι’ αυτό, έχουν ονοματεπώνυμο. Η ειρωνεία της πολιτικής τύχης έφερε τον άνθρωπο που έκανε τα πάντα για να λήξει η θητεία της κυβέρνησης Παπαδήμου, τον αρχηγό της ΝΔ, στη θέση του πρωθυπουργού και τη ΔΗΜΑΡ, το κόμμα που ζητούσε εκλογές ακόμη και όταν δινόταν η εντολή στον Λουκά Παπαδήμο, με την επίκληση του ευρήματος περί «ήττας της πολιτικής», σε θέση κυβερνητικού εταίρου.

Αλλά κι αν ακόμη δεν είναι τόσο τερατώδης η νέα δημοσιονομική εκτροπή, ο πολίτης δεν μπορεί να συλλάβει γιατί έπρεπε να περάσουμε από την πρόσφατη πολιτική τρικυμία, για να καταλήξουμε στον ίδιο παρανομαστή, έχοντας μάλιστα ξοδέψει ως χώρα και τα τελευταία υπολείμματα αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας έναντι των διεθνών συμμάχων μας. Παρά την εξωφρενική, αλλά και ραγδαίως συγκλίνουσα ρητορεία των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής, από το 2009 μέχρι σήμερα μια οριακή, αλλά διακριτή πλειοψηφία των εκλογέων, επιμένει με αξιοθαύμαστη ωριμότητα στην επιλογή των θυσιών, με αντάλλαγμα την παραμονή στην Ευρώπη, έναντι της καταστροφής και της ολικής δραχμικής ανέχειας. Και το επιβεβαίωσε σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, στις δημοτικές εκλογές το 2010 και στις διαδοχικές βουλευτικές εκλογές το 2012. Για την πλειοψηφία αυτή, ελάχιστη σημασία έχει αν τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής τα παίρνει η κυβέρνηση Παπανδρέου, Παπαδήμου ή Σαμαρά.

Παρά τις τεκτονικές αλλαγές στο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, τη θεαματική άνοδο κομμάτων και τη θεαματική πτώση άλλων, αυτή η κοινωνική πλειοψηφία παραμένει σταθερή στην επιλογή της. Η επώδυνη, αλλά σαφής εντολή της, ήταν και στις τρεις αναμετρήσεις διττή. Πάρτε τα μέτρα που χρειάζονται, αλλά προχωρήστε και στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, για να θωρακίσετε μακροπρόθεσμα τη χώρα. Το πολιτικό σύστημα εδώ και τρία χρόνια έχει κατορθώσει με την αβελτηρία του, από τη μια να φουσκώνει όλο και περισσότερο το λογαριασμό της λιτότητας, κρατώντας συνεχώς «καθυστέρηση» στη λήψη των μέτρων και από την άλλη να επιδεικνύει σχεδόν μηδενικό έργο στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων. Έχοντας συνεχώς στραμμένη την προσοχή του, όχι στους πολίτες που στηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αλλά σε εκείνους, που έτσι κι αλλιώς έχουν επιλέξει τους μύθους και τις αυταπάτες. Μύθους και αυταπάτες καλλιέργησαν προεκλογικά τουλάχιστον οι δύο από τους σημερινούς κυβερνητικούς εταίρους, ο μεγάλος και ο μικρός. «Όχι άλλα μέτρα», «ανάπτυξη αντί για λιτότητα», «επιμήκυνση», «απαγκίστρωση από το μνημόνιο», «και ευρωπαϊστές και αντιμνημονιακοί», «η κοινωνία δεν αντέχει άλλο», ήταν μερικά από τα προεκλογικά κλισέ. Για να μην πάμε μερικούς μήνες πριν, όταν ο κ. Σαμαράς ήταν μπροστάρης του αντιμνημονιακού αγώνα. «Ουδείς αναμάρτητος», είπε με νόημα προχθές στους γερμανούς δημοσιογράφους.

Όμως, ακόμη και μέσα από αυτό το φιλόξενο βήμα, αναπτύχθηκαν μύθοι και αυταπάτες σχετικά με την περίφημη αλλαγή του «ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου». Σε μια ασυνήθιστα οξεία πολεμική, μάλιστα, με τον τίτλο Η άλλη Ευρώπη ενεργοποιείται, ο Σωτήρης Βαλντέν χρησιμοποίησε βαρύτατους χαρακτηρισμούς και εκφράσεις εναντίον όσων έλεγαν τα αυτονόητα, ότι δηλαδή η χώρα πρέπει να προσηλωθεί εξ ίσου αποτελεσματικά σε δύο στόχους, στη δημοσιονομική πειθαρχία και στις βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές. Εκφράσεις όπως «”συμμαχία των προθύμων” μνημονιακών», «προπαγάνδα της στο “δίλημμα του τρόμου”», «το θλιβερό φαινόμενο της σύμπλευσης ημετέρων “προθύμων” με τη γερμανική συντήρηση». Ξαναδιαβάζοντας κανείς μετά από έξι μήνες αυτό το κείμενο, εκπλήσσεται από το βαθμό διάψευσής του.

Όχι μόνο σε σχέση με την «άλλη Ευρώπη» που εξαντλείται σε μερικά παρηγορητικά λόγια από τον Φρανσουά Ολάντ, αλλά και σε σχέση με αυτή καθ’ εαυτή την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης. Η οποία, από τη μια, στο μέτωπο της προσαρμογής, να προσπαθεί να υλοποιήσει το αυτονόητο, δηλαδή τις δεσμεύσεις της χώρας που αντιπάλευε προεκλογικά, και από την άλλη, στο μέτωπο των διαρθρωτικών αλλαγών, να έχει επιδείξει μία αντιμεταρρύθμιση (στα ΑΕΙ) και καμία μεταρρύθμιση! Είναι στοιχείο πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας το γεγονός ότι η πλειοψηφία που εκφράστηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις, επέλεξε αυτήν την κυβέρνηση, όχι για την προεκλογική ρητορεία της με τους μύθους και τις αυταπάτες, αλλά γιατί επιμένει στην επιλογή των θυσιών με αντάλλαγμα την παραμονή στην Ευρώπη, έναντι της καταστροφής και της ολικής δραχμικής ανέχειας. Η κοινωνική πλειοψηφία επιθυμεί την επιτυχία αυτής της κυβέρνησης, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η χώρα δεν πρόκειται να έχει άλλη ευκαιρία. Θα την στηρίξει και αυτήν, με μισή καρδιά, με την ελπίδα ότι, τουλάχιστον, θα υλοποιήσει έγκαιρα το σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, προτού φουσκώσει ξανά ο λογαριασμός.

Η κοινωνική πλειοψηφία γνωρίζει ότι αυτά είναι τα όρια του σημερινού πολιτικού συστήματος και ότι αυτό δεν έχει τη γενετική προδιάθεση που απαιτείται, για να υλοποιήσει βαθιές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Και ότι το αίτημα για νέες πολιτικές δυνάμεις, που θα υλοποιήσουν μια ειρηνική μεταρρυθμιστική επανάσταση μακράς πνοής, παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ.

Ορέστης Καλογήρου είναι Καθηγητής στο ΑΠΘ.