Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριαδη*
Ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη της συριακής εξεγέρσεως, η κατάσταση δείχνει να αποκρυσταλλώνεται. Αφενός το καθεστώς Ασαντ αδυνατεί να αποκαταστήσει την εξουσία του στο σύνολο της χώρας. Αφετέρου οι εξεγερμένοι, παρά τη διεθνή υποστήριξη, δυσκολεύονται τόσο να επικρατήσουν στρατιωτικά εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων όσο και να προβάλουν ένα εναλλακτικό δημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα για τη Συρία. Ο ηγετικός ρόλος κρατών όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ στον εξοπλισμό και στη χρηματοδότηση της συριακής αντιπολιτεύσεως μάλλον δεν αποτελεί κακό οιωνό για τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της μετα-Ασαντ Συρίας. Επιπλέον, έχει συμβάλει στην επιτυχία της προσπάθειας του συριακού καθεστώτος να μετατρέψει μια δημοκρατική εξέγερση σε εθνοθρησκευτική σύγκρουση. Η καλλιέργεια διχόνοιας και δυσπιστίας εντός του ανομοιογενούς μετώπου της αντιπολιτεύσεως δείχνει να αποδίδει καρπούς. Ενώ η πλειονότητα των αλεβιτών και των χριστιανών διάκειται δυσμενώς προς τις δυνάμεις της αντιπολιτεύσεως φοβούμενη τις διώξεις ενός σουνιτικού ισλαμιστικού καθεστώτος, οι πολιτικές επιλογές των Κούρδων και των Δρούζων της Συρίας δεν ταυτίζονται με αυτές των σουνιτών.
Η Τουρκία από την πλευρά της αδυνατεί μέχρι στιγμής να αρθεί πάνω από τις αντιφάσεις της μεσανατολικής της πολιτικής. Τούτο συμβάλλει στη διατήρηση του κουρδικού ζητήματος ως αχιλλείου πτέρνας της τουρκικής περιφερειακής πολιτικής και επιτρέπει την εργαλειοποίησή του τόσο από το καθεστώς Ασαντ όσο και από το Ιράν. Η πρόσφατη συνάντηση της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου στην Κωνσταντινούπολη υπογράμμισε την προϊούσα σύγκλιση απόψεων των δύο μερών στο ζήτημα της συριακής κρίσεως· απέτυχε, ωστόσο, να υποδείξει αποτελεσματικές μεθόδους αντιδράσεως στην κλιμάκωση των συγκρούσεων στο Χαλέπι και σε άλλες περιοχές της Συρίας. Από τη μια, πιθανή απόπειρα επιβολής ζώνης αποκλεισμού πτήσεων μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει το βέτο της Ρωσίας και της Κίνας και θα δοκιμάσει τη συνοχή του δυτικού και του σουνιτικού στρατοπέδου. Από την άλλη, η δημιουργία «ζωνών ασφαλείας» εντός συριακού εδάφους μπορεί βραχυπρόθεσμα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της τουρκικής κοινής γνώμης για «δυναμική παρέμβαση», θα σύρει όμως οριστικά την Τουρκία στον πυρήνα μιας συγκρούσεως με δυσθεώρητο κόστος. Ισως ο σημαντικότερος περιφερειακός κίνδυνος για την Τουρκία αναφύεται από την πλήρη ταύτιση του Ιράν με το καθεστώς Ασαντ. Το Ιράν θεωρεί τη Συρία πυλώνα της μεσανατολικής του πολιτικής και δείχνει έτοιμο να αντισταθεί με κάθε μέσο στη βίαιη αλλαγή καθεστώτος. Οι σχέσεις Ιράν – Τουρκίας βαίνουν από το κακό στο χειρότερο διανθισμένες από αμοιβαίες κατηγορίες υποδαύλισης των συγκρούσεων. Η πρόσφατη συνάντηση του Αχμέτ Νταβούτογλου με τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών κατέδειξε απλώς το ανέφικτο της συγκλίσεως των απόψεων, καθώς και την πιθανότητα ραγδαίας επιδεινώσεως των διμερών σχέσεων.
Ενώ η Συρία μετατρέπεται σταδιακώς σε πεδίο στρατηγικών και περιφερειακών ανταγωνισμών, επείγει η διεθνής κοινότητα να αναδείξει τα δημοκρατικά πολιτικά κριτήρια για την υπέρβαση της κρίσεως και να διατυπώσει σαφείς και συγκεκριμένες εγγυήσεις για το καθεστώς όλων των μειονοτήτων στη Συρία ανεξαρτήτως της επιβιώσεως του καθεστώτος Ασαντ. Αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή περαιτέρω επιδεινώσεως της κρίσεως και την αλλαγή καθεστώτος με τις λιγότερες δυνατές ανθρώπινες απώλειες. Τόσο η ελληνική όσο και η ευρωπαϊκή πολιτική οφείλουν να δραστηριοποιηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Διαφορετικά, το πιθανότερο σενάριο θα είναι η αποτελμάτωση της κρίσεως και η εμπέδωση του εθνοτικού και θρησκευτικού χαρακτήρος των συγκρούσεων, με άλλα λόγια η «λιβανοποίηση» της Συρίας.
*Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.