Του Γιάννη Βούλγαρη*
Τρία καρπούζια στην ίδια μασχάλη είναι υποχρεωμένη να φορτωθεί η Ελλάδα στην πιο κρίσιμη φάση της πρόσφατης ιστορίας της. Το πρώτο και μεγαλύτερο, να παραμείνει στο ευρώ. Το δεύτερο, να μάθει να λειτουργεί με συμμαχικές κυβερνήσεις. Το τρίτο, να αναμορφώσει το κομματικό σύστημα. Και τα τρία είναι αλληλεξαρτημένα, αλλά επικαθορίζονται από το πρώτο, με την έννοια ότι αν υποχρεωθούμε σε μια άτακτη μετάβαση στη δραχμή, τότε οι πολιτικές – κομματικές εξελίξεις θα σαρώσουν τόσο τη συμπολίτευση όσο και την αντιπολίτευση.
Η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν εξαρτάται τόσο από τα πακέτα και τα Μνημόνια. Εξαρτάται από την ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας ως προς τους εταίρους και από τη συνολική απάντηση που θα δώσει η ΕΕ για να σώσει το κλυδωνιζόμενο ευρώ. Με αυτή τη σειρά. Το επεισόδιο της διαφωνίας των τριών αρχηγών για το πακέτο μέτρων που παρακολουθήσαμε αυτή την εβδομάδα είναι χαρακτηριστικό. Οι προτάσεις που παρουσίασε ο κ. Βενιζέλος είναι εύλογες και συμβάλλουν στη διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου. Μόνο που αν προέτασσε αυτόν τον στόχο, όχι αναδιαπραγμάτευση, ούτε ραντεβού δεν θα του έκλειναν οι ηγέτες της ευρωζώνης, του Ολάντ περιλαμβανομένου. Το ξέρει και ο ίδιος. Από την άλλη, η αναδιαπραγμάτευση θα γίνει και θα γίνει σύντομα, χωρίς να σημαίνει ότι η προσπάθεια θα είναι μικρότερη. Το πακέτο μέτρων θα αναθεωρηθεί πλειστάκις τους επόμενους μήνες. Επί τα χείρω αν παραταθεί η σημερινή ανασφάλεια για το ευρώ, επί τα βελτίω αν η ΕΚΤ και η ευρωζώνη «κάνουν ό,τι χρειαστεί» για να το σώσουν, κατά την άσφαιρη, όπως αποδείχτηκε, ρήση του Ντράγκι.
Οπως πριν, έτσι και τώρα, δεν αρκεί η «ανάκτηση της αξιοπιστίας», χρειάζεται εθνικό σχέδιο και αλλαγή του τρόπου τεχνικής και πολιτικής διαπραγμάτευσης (Π. Κ. Ιωακειμίδης, «ΤΑ ΝΕΑ» 27/7/2012). Γιατί δεν αρκεί η Ελλάδα «να μείνει στο ευρώ», πρέπει να ξαναγίνει έγκυρος εταίρος. Χωρίς το δεύτερο, γίνεται δυσκολότερο το πρώτο. Η επανάκτηση ενός επαρκούς βαθμού εθνικής κυριαρχίας είναι αναγκαία για να αποκατασταθεί η συμβολική ισχύς του κράτους, που με τη σειρά της ενισχύει την κοινωνική συνοχή. Ενα κράτος άθυρμα και παρίας σημαίνει μια κοινωνία σκόρπιων ατόμων, συντεχνιών και συμμοριών.
Το συνεχώς αναζητούμενο και μηδέποτε ευρισκόμενο «εθνικό σχέδιο» δεν είναι ένα σύνολο μέτρων. Είναι μια άποψη για το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα και μια αναδιανεμητική κοινωνική συμφωνία. Το κρατικιστικό – πελατειακό μοντέλο της Μεταπολίτευσης παρήγαγε μια ιεραρχική κατανομή εισοδημάτων και ευκαιριών οικονομικά παθογενή και κοινωνικά άδικη. Η συνέχιση της χρηματοδότησής της με δανεικά δεν είναι πλέον εφικτή. Πώς αλλάζει αυτή η ιεραρχική κατανομή σε συνθήκες μακρόχρονης ισορροπίας εσόδων – δαπανών όπως πρέπει να είναι ο στόχος μας; Πώς θα γίνει κοινωνικά εμφανές ποιος πληρώνει τι και πόσο, για το εισόδημα ποιου, πόσο και γιατί; Πώς θα μεγαλώσει για όλους η πίττα μέσω της αύξησης της εθνικής παραγωγικότητας; Με ποια ηθικά και κοινωνικά κριτήρια θα γίνουν οι αντίστοιχες πολιτικές επιλογές; Αυτό είναι στην ουσία το εθνικό σχέδιο. Εδώ κρίνονται οι κομματικές προτάσεις και εδώ αναδεικνύονται οι ιδιαίτερες ταυτότητες των κομμάτων.
Αναγκαίος όρος για να ξαναβγεί η χώρα στην επιφάνεια είναι να υπάρχει μια ισχυρή κεντρική πολιτική βούληση που να κρατήσει σταθερά το τιμόνι. Οι συνθήκες το έφεραν ώστε ο κλήρος να πέσει σε μια συμμαχική κυβέρνηση. Η μόνη δυνατή στις δεδομένες συνθήκες και η τελευταία κυβέρνηση του ευρώ αν αποτύχει. Η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει εμπειρία συμμαχικών κυβερνήσεων που να μην είναι βραχύβιου ειδικού σκοπού και περιορισμένων καθηκόντων. Τώρα θα κάνει τα πρώτα μαθήματα στη νέα κατάσταση γιατί τώρα η επίτευξη του σκοπού χρειάζεται ευρύτερο χρονικό ορίζοντα. Πιστεύω ότι η σύλληψη και η λειτουργία του σημερινού σχήματος από τους κυβερνητικούς εταίρους είναι προβληματική. Είναι ένα υβρίδιο: κυβέρνηση ΝΔ με την ανοχή των άλλων δύο κομμάτων. Αυτή η μορφή δεν εγγυάται ούτε μακροημέρευση ούτε ισχυρή κεντρική πολιτική βούληση. Τα συνεργαζόμενα κόμματα πρέπει να εξετάσουν πιο συστηματικά τις πρακτικές και τα προβλήματα που έχουν τα συμμαχικά σχήματα, για τα οποία άλλωστε υπάρχει πλούσια εμπειρία καθώς αποτέλεσαν το 75% των κυβερνήσεων στη μεταπολεμική Ευρώπη. Ποια μέτρα πρέπει να πάρουν ώστε να μην εκδηλωθεί η παρατηρημένη ροπή των πολυκομματικών κυβερνήσεων προς την αύξηση των δημόσιων δαπανών; Ποιες πρακτικές ανοιχτής εκδήλωσης των διαφορετικών απόψεων θα συμφωνηθούν, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η κυβερνητική συνοχή αλλά και η αναγκαία εκδήλωση της διαφορετικότητας των κομμάτων; Πώς περιορίζονται τα ρητά και άρρητα veto που μπορεί να ασκούν οι εταίροι, έτσι ώστε να μη συρρικνωθεί ασφυκτικά η ατζέντα της κυβέρνησης; Πώς περιορίζονται οι πρακτικές της αναζήτησης εναλλασσόμενων πλειοψηφιών μέσα στη Βουλή ανάλογα με την επιμέρους ατζέντα του κάθε κυβερνητικού κόμματος, για να μην καταντήσει η κυβερνητική πλειοψηφία σκορποχώρι; Πώς επιδρά το συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα στην εσωτερική ζωή των κομμάτων, ιδίως στις εξουσίες του αρχηγού; Τα ερωτήματα αφορούν και τους τρεις εταίρους. Φαίνεται παράδοξο, αλλά οι δύο μικρότεροι εταίροι (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) έχουν ίσο, αν όχι μεγαλύτερο κομματικό συμφέρον να πετύχει η συμμαχική κυβέρνηση. Η επιτυχία δεν θα χρεωθεί εξ ολοκλήρου στη ΝΔ, αντίθετα η αποτυχία θα εισπραχτεί μέχρι δεκάρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέτοια ερωτήματα και προβλήματα παραπέμπουν στην τρίτη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Τη μετάβαση σε ένα νέο κομματικό σύστημα το οποίο δεν έχει δείξει ακόμα τη μορφή του. Θα επανέλθουμε γρήγορα σε έναν νέο δικομματισμό ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ; Θα παραταθεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα το πολυκομματικό σύστημα και οι συμμαχικές κυβερνήσεις; Οι απαντήσεις θα καθοριστούν από δύο κυρίως διαδικασίες. Η πρώτη είναι η πορεία «ενσωμάτωσης» του ΣΥΡΙΖΑ στην επιλογή της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ. Γεγονός που σημαίνει ότι θα πείσει πως είναι διατεθειμένος να λογαριαστεί με τις δυσκολίες και τα σκληρά διλήμματα που αυτό συνεπάγεται. Οι μετεκλογικές αντιδράσεις του κόμματος πηγαίνουν στην αντίθετη κατεύθυνση ενώ, όπως γράφτηκε, στο στελεχικό δυναμικό του ενισχύονται οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή. Η δεύτερη είναι η ανασυγκρότηση του προοδευτικού πόλου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ με όρους κοινωνίας. Ο χώρος αυτός στον οποίο κινούνται το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και ποικίλες συλλογικότητες είναι ο πιο ώριμος να συνδέσει το στενό κομματικό συμφέρον με την ανάγκη υπέρβασης των κρατικιστικών, πελατειακών, ανομικών και καταναλωτικών παθογενειών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στην προοπτική ενός νέου προοδευτικού ευρωπαϊσμού. Θα αφήσει αυτός ο χώρος τον εαυτό του να συνθλιβεί μεταξύ δύο επίδοξων αλλά ακατάλληλων πόλων ενός νέου διπολισμού ή θα βρει τις δυνάμεις να ανακτήσει με νέους όρους τον πρωτοποριακό ρόλο που είχε στη διαμόρφωση της σύγχρονης δημοκρατικής Ελλάδας; Οσο πιο αποφασιστικά και καθαρά τεθεί το ζήτημα τόσο πιο γρήγορα θα εμφανιστούν οι νέες δυνάμεις, το νέο πολιτικό προσωπικό που θα αναμετρηθεί με το στοίχημα. Προς το παρόν, μοιάζει με άσκηση βολονταρισμού. Αλλά ο βολονταρισμός είναι συστατικό των βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου