Του Αχιλλέα Γραβάνη*
Είναι προφανής η αναγκαιότητα του συμμαζέματος των δημοσίων δαπανών, του περιορισμού της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και των αντικοινωνικών προνομίων των διαφόρων συντεχνιών. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση αξίζει να στηριχθούν εμπράκτως. Ομως η χώρα χρειάζεται εξίσου προοπτική και ανάπτυξη, με τη μετατροπή της οικονομίας της από επιδοματική-καταναλωτική σε παραγωγική και διεθνώς ανταγωνιστική. Η ελλείπουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να βελτιωθεί με τη βίαιη και οριζόντια μείωση του κόστους της εργασίας, των μισθών. Οι ασιατικές και οι βορειοαφρικανικές οικονομίες του χαμηλού μισθολογικού κόστους παραγωγής δεν παίζονται!
Η Ελλάδα, ως ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να παίξει στη διεθνή οικονομική κονίστρα σαν τέτοια. Τα πρόσφατα, ανάλογα σε μέγεθος, διεθνή παραδείγματα δείχνουν τον δρόμο: η Φινλανδία και το Ισραήλ αντιμετώπισαν αντίστοιχης έντασης οικονομική κρίση πριν από είκοσι και δώδεκα χρόνια αντίστοιχα, αγγίζοντας τη χρεοκοπία. Σήμερα είναι ευημερούσες κοινωνίες, με τις οικονομίες τους να στηρίζονται κατεξοχήν σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας. Στα δύσκολα όμως χρόνια επένδυσαν τα λιγοστά τους χρήματα στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα τους, αναβάθμισαν το θεσμικό καθεστώς λειτουργίας τους, προώθησαν τις διεθνείς συνεργασίες τους και με μία επιθετική μισθολογική πολιτική, προσέλκυσαν κορυφαίους νέους επιστήμονες από όλον τον κόσμο. Σήμερα διαθέτουν διεθνώς κορυφαία πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα και προσελκύουν σημαντικότατες επενδύσεις.
Ποια είναι η δική μας πολιτική στον τόσο ζωτικό για το ευρωπαϊκό μέλλον και την οικονομία μας χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας; Δυστυχώς, είναι προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση!
Για τουλάχιστον 6 χρόνια (2004-2009) η ελληνική Πολιτεία δεν προκήρυσσε προγράμματα χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν χρήματα για υποτροφίες μεταπτυχιακών και μεταδιδακτορικών φοιτητών και νέων επιστημόνων καθώς και για την αγορά εργαστηρίου. Από το 2010, επιτέλους, προχώρησε στις προκηρύξεις πολλαπλών ερευνητικών προγραμμάτων (Ηράκλειτος, Θαλής, Αρχιμήδης, Συνεργασία Ι και ΙΙ, Αριστεία Ι και ΙΙ). Ομως η σημερινή κυβέρνηση ολιγωρεί και δυστυχώς η εκταμίευση από το ΕΣΠΑ (ευρωπαϊκοί πόροι) της χρηματοδότησης των εγκεκριμένων έπειτα από διεθνή αξιολόγηση ερευνητικών προτάσεων δεν έχει ακόμη προχωρήσει. Ετσι, μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων μας, η επιστημονική έρευνα, ασφυκτιά οικονομικά.
Τα τελευταία δύο χρόνια έγινε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας των πανεπιστημίων με την ψήφιση πέρυσι από 255 βουλευτές του Νόμου Διαμαντοπούλου. Ο νέος νόμος περιόριζε τον κομματισμό, ενίσχυε την κοινωνική λογοδοσία και διαφάνεια, προέτασσε την αξιοκρατία και την ατομική ευθύνη των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και διαμόρφωνε τις συνθήκες για τη συμμετοχή στη διοίκησή τους των ακαδημαϊκά και επιστημονικά αξιότερων επιστημόνων και όχι των κομματικών εγκάθετων. Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση υπαναχώρησε στην πίεση των συντεχνιών και με τις πρόσφατα ψηφισθείσες τροπολογίες απονεύρωσε τον νόμο και ανέστειλε τον εκσυγχρονισμό που επέφερε στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Η προτεινόμενη από την κυβέρνηση ελάττωση των ειδικών μισθολογίων των πανεπιστημιακών και των ερευνητών κατά 25%-30% επιτείνει τα προβλήματα. Ο μισθός μου ως πρωτοβάθμιου καθηγητή θα μειωθεί περίπου στα 1.650 ευρώ, θα είναι δηλαδή κατά 30% μικρότερος από αυτόν που είχα στα πρώτα ακαδημαϊκά μου βήματα ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στις ΗΠΑ πριν από 27 χρόνια και κατά 40% μικρότερος από τον μισθό πρόσφατα αποφοιτήσαντος μεταπτυχιακού φοιτητή μου και τώρα μεταδιδακτορικού ερευνητή στη Σουηδία!
Η ελλειμματική και ασυνεχής χρηματοδότηση της έρευνας, η οριζόντια και ισοπεδωτική μείωση των μισθών των πανεπιστημιακών και των ερευνητών και το απωθητικό καθεστώς λειτουργίας των πανεπιστημίων οδηγούν τους καλύτερους και διεθνώς ανταγωνιστικούς νέους επιστήμονές μας στο εξωτερικό. Τους τελευταίους τρεις μήνες μάς έχει ανησυχήσει η έξοδος τριών κορυφαίων επιστημόνων από το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) της Κρήτης (είναι από αυτούς τους λίγους που δημοσίευαν σχεδόν κάθε χρόνο στα κορυφαία επιστημονικά περιοδικά «Nature», «Science»).
Ποιοι άραγε ανάλογης ποιότητας επιστήμονες θα πάρουν πλέον την απόφαση να επιστρέψουν στην πατρίδα; Πόσο θα αντέξουμε εμείς που ακόμη προσπαθούμε; Εάν αποδυναμωθεί η επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα από μία μαζική έξοδο των κορυφαίων ελλήνων επιστημόνων ποιοι θα αναλάβουν τον προσδοκώμενο και τόσο αναγκαίο εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης της χώρας; Ολοι μας πρέπει να συμμετάσχουμε στις οδυνηρές αλλά αναγκαίες θυσίες για τη διάσωση της χώρας, με το βλέμμα όμως και στην επόμενη ημέρα.
*Ο Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, ερευνητής ΙΤΕ