Του Δημήτρη Φύσσα*
Εβδομήντα παρά δύο χρόνια κλείνουν σήμερα από το «Μελιγαλά» του 1944. Νομίζω ότι το διάστημα είναι αρκετό για να πούμε μερικές νηφάλιες σκέψεις.
Πρώτα, πολύ σύντομα, τα προηγηθέντα. Τα τελευταία χρόνια της κατοχής είχαν αναπτυχθεί τάγματα ασφαλείας, που σαφώς βοήθησαν τους Γερμανούς σε πολλές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, σε αστικά μπλόκα και πολλές άλλες κατασταλτικές εργασίες. Για το λόγο αυτό, θεωρήθηκαν προδοτικά από την κυβέρνηση του Καϊρου και τα μέλη τους προειδοποιήθηκαν ότι μετά το τέλος του πολέμου θα έχουν ανάλογη μεταχείριση.
Από τον Αύγουστο του 1944, καθώς οι Γερμανοί πιέζονταν τριμέτωπα (ανατολικό, δυτικό και νοτιοδυτικό μέτωπο) αναγκάστηκαν ν΄ αποσυρθούν από την Ελλάδα. Αποσύρονταν λοιπόν με κατεύθυνση από τα νότια προς τα βόρεια (και είναι γνωστό ότι από μερικά νησιά δεν μπόρεσαν να φύγουν -Ρόδος, Μήλος, περιοχή Χανιά – Σούδα κλπ – και μείναν μέχρι την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας το Μάη του ΄45.
Από την Πελοπόννησο, πάντως, μπόρεσαν να φύγουν. Και φεύγοντας, άφησαν πίσω τούς ταγματασφαλίτες, οχυρωμένους σε πόλεις και κωμοπόλεις (Πάτρα, Τρίπολη, Πύργος, Καλαμάτα, Γαργαλιάνοι κλπ), ενισχυμένους εν μέρει και με γερμανκό οπλισμό. Εκεί οι ταγματασφαλίτες θα περίμεναν την άφιξη του κλιμακίου της ελληνικής κυβέρνησης, τον αφοπλισμό, τη σύλληψη και τη δίκη τους. Και πράγματι, όσο οι Γερμανοί αποχωρούσαν, τόσο πλησίαζε η ελληνική κυβέρνηση, αρχικά ένα μικρό κλιμάκιο και αργότερα ολόκληρη, ώστε ν΄ αναλάβει την εξουσία. Το ίδιο και ο βρετανικός στρατός (αρχική απόβαση: Κύθηρα) και ο μικρός εθνικός στρατός, με ανάλογη κίνηση: η απελευθέρωση ερχόταν πάλι από τα νότια προς τα βόρεια.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ είχαν διαφορετική γνώμη. Και στο μεσοδιάστημα από την αποχώρηση των Γερμανών μέχρι την άφιξη του πρώτου κυβερνητικού κλιμακίου (Κανελλόπουλος, Ζέβγος- το ΚΚΕ μετείχε στην κυβέρνηση), το Σεπτέμβρη, χτύπησε τους οχυρωμένους ταγματασφαλίτες, με αποτέλεσμα να γίνουν σοβαρότατες μάχες, μεταφορά του εμφυλίου πολέμου από τα βουνά και τη Μέση Ανατολή στο αστικό περιβάλλον του Μοριά. Είναι προφανές ότι η προσπάθεια των επιτιθέμενων αφενός πατούσε στη λογική της εκδίκησης για όσα είχαν τραβήξει οι αριστεροί στην κατοχή από τους Γερμανούς και τα τάγματα ασφαλείας (βασανιστήρια, εκτελέσεις, ομηρία, στρατόπεδα συγκέντρωσης κλπ), αφετέρου όμως -και αυτό είναι το σημαντικότερο- θέλησε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα: να εκαθαρίσει όσο περισσότερους ταγματασφαλίτες μπορούσε, με το «έτσι το θέλω», προτού πάρει την εξουσία η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση.
Έγιναν πολλές μάχες και ο ΕΛΑΣ, πολύ ισχυρότερος (μεταξύ άλλων, γιατί είχε διαλύσει βίαια κάθε άλλο αντάρτικο σχηματισμό στην κατοχή) παντού νίκησε. Πολλοί ταγματασφαλίτες σκοτώθηκαν, άλλοι διέρρευσαν (ιδίως προς την Πάτρα), τα περισσότερα τάγματα διαλύθηκαν. Η σκληρότερη μάχη δόθηκε στο Μελιγαλά Μεσσηνίας και κράτησε πολλές μέρες. Στα μέσα του Σεπτέμβρη ο Μελιγαλάς έπεσε και ακολούθησε σφαγή των αιχμαλώτων, συχνότατα μετά από βασανιστήρια και λαϊκή διαπόμπευση. Με τους μετριότερους υπολογισμούς σφάχτηκαν περίπου 1.000 αιχμάλωτοι, με τους ανώτερους πάνω από 2.000. Οι σφαγμένοι δεν ήταν μόνο ταγματασφαλίτες, αλλά και μέλη των οικογενειών τους (γυναίκες, παιδιά, γονείς), καθώς και πολίτες που απλά δεν ήθελαν την εαμοκρατία (η οποία, ειρήσθω έν παρόδω, κράτησε πανελλαδικά μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φλέβάρη του ΄45). Και οι πολίτες αυτοί, ενώ σίγουρα ήταν αντικομουνιστές, δεν ήταν κατ΄ ανάγκην ούτε γερμανόφιλοι, ούτε προδότες.
Από τότε η «Πηγάδα» και οι σειρές των τάφων του Μελιγαλά έγιναν αντικομουνιστικό σύμβολο, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες γιορταζόταν από το επίσημο κράτος, ενώ αργότερα τη σκυτάλη πήραν οι ακροδεξιές οργανώσεις. Και μέσα στα χρόνια που περάσανε, οι μεν (ακρο)δεξιοί προβάλλουνε όσο μπορούνε το γεγονός, αποσιωπώντας όμως το τι ήταν οι ταγματασφαλίτες ή παρουσιάζοντάς τους σαν αθώες περιστερές. Οι δε αριστεροί, προβάλλουν ακριβώς το τι ήταν οι ταγματασφαλίτες (αποσιωπώντας το ότι επρόκειτο για αιχμαλώτους) και σε γενικές γραμμές δικαιολογούν τη σφαγή. Τελευταία μάλιστα, με την άνοδο της ακροδεξιάς, βλέπω διάφορα εξυπνακίστικα «μπάχαλα» συνθήματα σε τοίχους και σε πλάκες πεζοδρομίων, του είδους «Πηγάδα Μελιγαλά: χίλιοι καλοί χωράνε»).
Το ζήτημα στη βάση του έχει, νομίζω, δύο κύριες πλευρές.
Η πρώτη: μία τουλάχιστον τάση του ΚΚΕ ήθελε δυναμική κατάληψη της εξουσίας μετά την κατοχή. Η τιμωρία των ταγματασφαλιτών, κατά τα γούστα των κομουνιστών, θα ήταν ένα τέτοιο μέτρο. Εκβίαζε καταστάσεις ενόψει των μετακατοχικών εξελίξεων, στερούσε τον πιθανό μελλοντικό αντίπαλο από μαχητές. Ωστόσο, ενώ τα τάγματα ασφαλείας ήταν πράγματι κατοχικοί προδότες, μετά τη μάχη του Μελιγαλά δεν ήταν παρά αιχμάλωτοι. Και οι αιχμάλωτοι είναι πρόσωπα απαραβίαστα. Άσε που δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να σκοτώσει κανείς κανείς παιδάκια, γέρους ή γυναίκες. Απολύτως καμιά.
Η δεύτερη: το ότι τα τάγματα ασφαλείας ήταν προδοτικοί σχηματισμοί, αυτό δε σημαίνει ότι ο κάθε ταγματασφαλίτης προσωπικά ήταν προδότης. Δεν παραδοξολογώ. Απαιτείται προσωπική δικαστική κρίση, επιμέτρηση ευθυνών και επιμέτρηση ποινών. Δεν μπορεί ο ΕΛΑΣ να παίζει ταυτόχρονα το ρόλο του δικαστή και του εκτελεστή και να καταδικάζει όλους συλλήβδην τους ταγματασφαλίτες αιχμαλώτους σε θάνατο. Είναι βέβαιο ότι ανάμεσά τους υπήρξαν άνθρωποι που δεν είχαν πειράξει κανέναν. Αλλά αυτό, μόνο ένα αληθινό δικαστήριο θα μπορούσε, ίσως να το κρίνει. Μόνο που για να υπάρξουν δίκες, θα έπρεπε πρώτα να υπάρξουν κατηγορούμενοι που να προσαχθούν εκεί. Ζωντανοί κατηγορούμενοι. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε, επικράτησε η τερατώδης «συλλογική ευθύνη», που είχε δυστυχώς νομοθετηθεί από την κυβέρνηση των βουνών, την ΠΕΕΑ (έστω κι αν αυτή είχε διαλυθεί). Κι έτσι, ο «Μελιγαλάς» (και, ακόμα περισότερο, τα μετέπειτα Δεκεμβριανά) συντελέσανε, μεταξύ άλλων, στο να μην τιμωρηθούν οι ταγματασφαλίτες.
Συμπέρασμα: ούτε η ιδιότητα των περισσότερων εκτελεσμένων, ούτε το ότι η ακροδεξιά έχει έκτοτε αγκαλιάσει και προβάλλει το «Μελιγαλά», είναι επαρκείς λόγοι για μην ανοίγει και να μη συζητιέται το θέμα σήμερα. Μια τέτοια αποσιώπηση θα σήμαινε επικύρωση της κόκκινης βίας έναντι της μαύρης. Αν κανείς σκέφτεται έτσι, πάσο. Εγώ πάντως, όχι.
*Ο Δημήτρης Φύσσας είναι πολιτικός επιστήμονας και αρθρογραφεί στην Athens Voice