πηγή: TA NEA | 03-9-2012

 

Του Ηλία Μόσιαλου*

Οι κακές ιδέες είναι σαν τις παλιές αποτυχημένες αγάπες: ξαναεμφανίζονται σε περιόδους κρίσης και ψάχνουν τη δεύτερη ευκαιρία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η επιβολή πλαφόν ύψους 1.500 ευρώ στις ετήσιες δαπάνες περίθαλψης ανά ασφαλισμένο, από το δημόσιο σύστημα υγείας, ιδέα που (ξανα)ακούγεται τελευταία από αρκετές πλευρές. Μετά τα «1.500», οι ενδιαφερόμενοι, όσοι βέβαια μπορούν, θα καλύπτουν τις δαπάνες τους από ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, με «ελεύθερη επιλογή». Ας εξετάσουμε από κοντά αυτή την ιδέα.

Οι πραγματικές ανάγκες περίθαλψης είναι άνισα κατανεμημένες. Για το 5% του πληθυσμού διατίθεται το 50% της δαπάνης, επομένως αυτό το 5% έχει υψηλό ατομικό κόστος περίθαλψης. Εδώ περιλαμβάνονται ασθενείς με σοβαρά χρόνια προβλήματα, όπως οι καρδιακές ανεπάρκειες, ο καρκίνος, η νεφρική ανεπάρκεια. Οταν μάλιστα πρόκειται για πολλαπλές παθήσεις στο ίδιο άτομο, τότε η δαπάνη μπορεί μέχρι και να επταπλασιαστεί, από ό,τι σε μια μεμονωμένη χρόνια πάθηση. Οι ασθενείς με χρόνιες σοβαρές παθήσεις παρουσιάζουν 11 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν μέτρια ή κακή σωματική υγεία επειδή επιβαρύνονται και από πρόσθετους αρνητικούς παράγοντες. Ο κυριότερος είναι η έλλειψη συντονισμού γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, που οδηγεί – μεταξύ άλλων – στην αρνητική αλληλεπίδραση των διαφόρων φαρμάκων ή στην υπερβολική συχνότητα εισαγωγής σε νοσοκομεία.

Είναι επομένως φανερό ότι για πολλές χιλιάδες πολίτες, που έχουν ανάγκη περίθαλψης υψηλού κόστους, το ετήσιο όριο «1.500» θα ξεπεραστεί ταχύτατα, ακόμα και σε λίγες εβδομάδες. Και μετά, οι «ακριβοί» ασθενείς θα πρέπει να ασκήσουν το δικαίωμα της «ελεύθερης επιλογής» μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης.

Ομως oι ασφαλιστικές εταιρείες, γνωρίζοντας πολύ καλά τις στατιστικές, προασπίζουν τα συμφέροντα και τα κέρδη τους. Τι γίνεται όταν, έπειτα από το σχετικό τσεκάπ, αρνούνται να ασφαλίσουν άτομα που είναι ήδη ασθενή ή έχουν την τάση ή την κληρονομικότητα να ασθενήσουν; Ή όταν κάνουν μόνο ετήσια συμβόλαια, ανανεούμενα μόνο ύστερα από τσεκάπ; Ή όταν καθορίζουν την έναρξη ισχύος του συμβολαίου έπειτα από αρκετούς μήνες; Τι θα γίνει μετά το 65ο έτος της ηλικίας, οπότε τα ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια παύουν να ισχύουν ή γίνονται πανάκριβα;

Αλλά ούτε και η ιδιωτικοποίηση του όλου συστήματος, μέσω των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, μειώνει το συνολικό κόστος. Στις ΗΠΑ, που έχουν το πιο ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας, δαπανάται για την υγεία το 17,5% του ΑΕΠ. Απ’ αυτό, το 50% το διαθέτει το Δημόσιο για να καλύπτει τους ηλικιωμένους «ακριβούς» ασθενείς, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τους φτωχούς, ενώ το υπόλοιπο 50% ξοδεύεται στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτοντας τους σχετικά υγιέστερους. Ετσι προκύπτουν τα κέρδη του πανίσχυρου ασφαλιστικού λόμπι, που προσπαθεί πάντα να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις προς το συμφέρον του.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες κατανέμουν το 10%-25% των κερδών τους για να προσελκύσουν ενδιαφερόμενους πολίτες, από τους οποίους και θα επιλέξουν τους επιθυμητούς, «καλούς» πελάτες, που πληρώνουν τα ασφάλιστρά τους, χωρίς να ασθενούν και πολύ συχνά. Οι εταιρείες γνωρίζουν ότι ακριβώς το 5% του πληθυσμού δημιουργεί το 50% του κόστους περίθαλψης, οπότε συχνότατα αρνούνται να τους ασφαλίσουν. Συνεπώς, οι χρόνιοι (πολυ)ασθενείς και οι ηλικιωμένοι δεν θα έχουν και πολλές επιλογές. Αρα η πρόταση «ελεύθερη επιλογή» ασφαλιστικής εταιρείας δεν μπορεί να αφορά τις πολλές χιλιάδες ανθρώπους, που δεν έχουν τα μέσα να καλύψουν τις δαπάνες υγείας του εαυτού τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα βρουν αποκούμπι παρά μόνο σε ένα σοβαρό δημόσιο σύστημα υγείας. Συνεπώς το σύστημα αυτό είναι περισσότερο από απαραίτητο, ενώ το πλαφόν «1.500», αν ισχύσει, θα οδηγήσει πολλούς ασθενείς σε οικονομικό και θεραπευτικό αδιέξοδο.

Η ανάγκη μείωσης του κόστους των δημόσιων υπηρεσιών υγείας δεν πρέπει να περάσει από την οικονομική ή και τη σωματική εξόντωση των ανθρώπων. Το δημόσιο σύστημα υγείας είναι σήμερα ανάγκη να διατηρηθεί και να εξορθολογιστεί περισσότερο από ποτέ, γιατί η οικονομική κρίση μειώνει την ιδιωτική δυνατότητα πολλών πολιτών ν’ ανταποκριθούν στις δαπάνες υγείας. Η μείωση του κόστους θα πρέπει να προέλθει από τη ριζική αλλαγή του μοντέλου της περίθαλψης, τη μείωση της σπατάλης, τον καλό συντονισμό και προγραμματισμό των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Επίσης, από την καλύτερη διαχείριση των «ακριβών» ασθενών, έτσι ώστε να πάψουν να περιφέρονται σε ένα αχανές και ανοργάνωτο σύστημα, από τον έναν γιατρό στον άλλο κι από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, χωρίς ποιοτικό έλεγχο της συνταγογράφησής τους, ούτε οργανωμένη αντιμετώπιση των ασθενειών τους.

Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά πρέπει να γίνουν μέσα σ’ ένα αναδιαρθρωμένο, αλλά δημόσια χρηματοδοτούμενο σύστημα υγείας. Μόνο έτσι θα βελτιωθούν και η περίθαλψη και η ποιότητα ζωής των συνανθρώπων μας, ενώ θα συνεχίζει να εκφράζεται η αναγκαία κοινωνική αλληλεγγύη.

Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics, πρώην υπουργός