του Άρη Παπαχρήστου*
Ένα από τα βασικά προβλήματα του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα εμφανίζεται να είναι το πολύ μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας τιμών μεταξύ αγρού και ραφιού των καταστημάτων.
Για την αντιμετώπισή του, ακούμε και διαβάζουμε φωνές για πάταξη της αισχροκέρδειας των μεσαζόντων. Είναι, όμως, αυτό η αιτία; Είναι ο έλεγχος των μεσαζόντων η λύση στο πρόβλημα;
Επίσης, πολλοί θεωρούν ότι με μείωση του κόστους παραγωγής, π.χ με επιδοτήσεις των μέσων παραγωγής, θα πέσουν οι τιμές στο ράφι.
Είναι λάθος και οι δύο θέσεις. Σε μία ελεύθερη αγορά, όπως αυτή που ορίζεται από τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και την ζήτηση.
Η ζήτηση μπορεί να είναι εγχώρια ή ξένη. Με δεδομένο την υποχώρηση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων έως πρόσφατα, καθώς και τις απαράδεκτα μεγάλες εισαγωγές τροφίμων, δεν θεωρούμε ότι η ζήτηση από το εξωτερικό επηρεάζει τις τιμές. Επίσης, η ζήτηση των βασικών αγροτικών προϊόντων επηρεάζεται λιγότερο από την οικονομική δυνατότητα των πολιτών από ό,τι η ζήτηση άλλων προϊόντων.
Η προσφορά, από την άλλη, είναι ανεπαρκής ως προς τα εγχωρίως παραγόμενα, αλλά πολύ μεγάλη ως προς τα εισαγόμενα. Παρά, λοιπόν, την μεγάλη προσφορά, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στο ράφι παραμένουν, πλην των οπωροκηπευτικών, πολύ μεγαλύτερες από την λοιπή Ευρώπη. Πχ το γάλα είναι 31,5% ακριβότερο κατά μέσο όρο στο ράφι, ενώ και η τιμή παραγωγού στα 0,46 €/l είναι πολύ ακριβότερη από την λοιπή Ευρώπη, όπου η μέση τιμή παραγωγού είναι 0,29 €/l.
Κάτι στραβό συμβαίνει. Είναι εύκολο να δείξουμε τους μεσάζοντες και να πούμε ότι σχηματίζουν καρτέλ για να διατηρούν υψηλά τις τιμές.
Δεκαετίες, κραυγών και ελέγχων επί των μεσαζόντων (πχ ελεγχόμενα περιθώρια κέρδους) δεν έχουν καταφέρει τίποτε: Πάντα θα βρίσκονται μέθοδοι παράκαμψης των ελέγχων.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να μειωθούν οι τιμές καταναλωτή με μείωση της ψαλίδας ανάμεσα στο χωράφι και το ράφι, με αύξηση, αν είναι δυνατόν, του εισοδήματος των αγροτών.
Πώς, όμως, μπορούμε να πετύχουμε αυτόν τον στόχο;
Η μείωση του κόστους παραγωγής με άμεση επιδότηση των συντελεστών της παραγωγής έχει δοκιμασθεί δεκαετίες, αλλά δεν αποδίδει στον καταναλωτή, διότι η τιμή στο χωράφι είναι ένα μικρό ποσοστό της τελικής τιμής στο ράφι.
Ο διοικητικός έλεγχος των μεσαζόντων, στο βαθμό που είναι εφικτός στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αποτύχει επί δεκαετίες. Η ενίσχυση της εισαγωγής φθηνών αγροτικών προϊόντων από το εξωτερικό, εκτός του ότι είναι πολύ κακή για την Ελληνική Οικονομία, έρχεται σε αντίθεση με τον πρώτο μας στόχο.
Άρα, τι μας μένει να κάνουμε; Προτείνουμε τρεις άξονες δράσεων:
- Μείωση του Κόστους Παραγωγής
- Αύξηση της Προστιθέμενης από τους ίδιους τους Παραγωγούς Αξίας
- Αύξηση του Ανταγωνισμού στο Στάδιο των Μεσαζόντων.
Ας εξετάσουμε αυτούς τους τρεις άξονες με περισσότερη λεπτομέρεια:
Μείωση Κόστους Παραγωγής:
Η μείωση του κόστους παραγωγής θα πρέπει να γίνει έχοντας πάντα υπ’ όψιν τον στόχο βελτίωσης της ποιότητας. Δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί με χώρες όπου το κόστος της ανθρώπινης εργασίας είναι εξευτελιστικό, παράγοντας χαμηλής ποιότητος προϊόντα. Για την μείωση του κόστους, είναι απαραίτητο να υπάρξουν τουλάχιστον οι ακόλουθες δράσεις:
Αύξηση Προστιθέμενης Αξίας:
Το αγροτικό εισόδημα μπορεί να αυξηθεί σε βάρος της ψαλίδας τιμών και όχι μόνο με την αύξηση της αξίας της πρωτογενούς παραγωγής. Πρέπει να ενθαρρυνθούν οι αγρότες να προσθέτουν αξία στην παραγωγή τους μετά την συλλογή, είτε, απλώς, συσκευάζοντάς την, είτε επεξεργαζόμενοι αυτή. Ως τώρα το Κράτος βάζει σημαντικότατα εμπόδια σε αυτό.
Αύξηση του Ανταγωνισμού στο Στάδιο των Μεσαζόντων:
Μέχρι σήμερα, ό,τι μέτρα έχει λάβει το κράτος εναντίον των μεσαζόντων, όπως διοικητικός καθορισμός ποσοστού κέρδους, φορολογικά μέτρα, αποκλεισμός από αναπτυξιακά προγράμματα, το μόνο που έχει καταφέρει είναι μείωση του ανταγωνισμού και ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
Ένα από τα μέτρα για τη βελτίωση του ανταγωνισμού σε αυτό το στάδιο πρέπει να είναι το να κόβουν οι παραγωγοί τιμολόγια. Να σταματήσει η διακίνηση επί παρακαταθήκη. Η τελευταία ευνοεί την έκδοση υπερτιμολογημένων τιμολογίων, που δημιουργούν άλλοθι για αυξημένες τιμές, αλλά και επιστροφές ΦΠΑ στους αγρότες.
Είναι βασικό, με διοικητικά μέτρα και μείωση της γραφειοκρατίας, να ενισχυθεί η είσοδος νέων επιχειρηματιών (ή και ακόμα κινήσεων εθελοντών όπως το κίνημα της πατάτας) στον τομέα του εμπορίου αγροτικών προϊόντων, μεταποιημένων ή μη και ειδικότερα να προωθηθεί η διαδικτυακή πώληση στο εξωτερικό, αποσύροντας όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που υπάρχουν (όπως κάρτες υγείας για όσους πωλούν διαδικτυακά!).
Συμπέρασμα:
Ο βασικός λόγος που υφίσταται αυτό το μεγάλο άνοιγμα ανάμεσα στην τιμή της αγροτικής παραγωγής στο χωράφι και στο ράφι είναι οι στρεβλώσεις που επιβάλλει στην επεξεργασία και διακίνηση της αγροτικής παραγωγής η κρατική γραφειοκρατία προς όφελος, τελικώς, των μεσαζόντων.
Η σημερινή νομοθεσία είναι φτιαγμένη στα μέτρα των μεσαζόντων και αφαιρεί εισόδημα από τους αγρότες αλλά και τους καταναλωτές.
Επίσης, η νομοθεσία πρέπει να ευνοήσει τη σύγχρονη οργάνωση της αγροτικής παραγωγής με την διευκόλυνση εταιρειών παροχής υπηρεσιών προς την αγροτική παραγωγή.
Οι επιδοτήσεις, όσες υπάρχουν, θα πρέπει να αφορούν όλο το αγροτικό κύκλωμα, από το χωράφι και μετά: προστιθέμενη αξία και πρόσβαση στον καταναλωτή.
Έτσι, θα γίνει ανταγωνιστική η γεωργία μας και θα μειωθεί η ψαλίδα των τιμών.
*Άρης Παπαχρήστου, γεωπόνος