πηγή: ΤΑ ΝΕΑ | 25-10-2012

 

Του Ηλία Μόσιαλου

Οι εθνικές επέτειοι έχουν νόημα ενταγμένες σε ένα γενικότερο πλαίσιο ιστορικότητας και ενιαίας, κατά το δυνατόν, πατριωτικής μνήμης.

Σε τι χρειάζεται μια εθνική γιορτή και τι εξυπηρετεί ειδικά η παρέλαση;

Για ποιον λόγο οι Ελληνες παρελαύνουν στις εθνικές εορτές.
Καθώς πλησιάζει μία ακόμη εθνική επέτειος – και με την πείρα τού τι είχε γίνει πέρυσι την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου – είναι ευκαιρία, νομίζω, να ξαναθέσουμε το ερώτημα: Σε τι χρειάζεται μια εθνική γιορτή και τι εξυπηρετεί ειδικά η παρέλαση; Η απάντηση, προφανώς, δεν είναι εύκολη. Αν εξετάσουμε όμως τον τρόπο που γιορτάζονται οι εθνικές επέτειοι στη χώρα μας, μπορούμε να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα.

Διαχρονικά, οι κυβερνώντες διοργάνωναν – ή μάλλον διεκπεραίωναν – τις παρελάσεις σαν εθνικιστικές φιέστες. Επρεπε να τις κάνουν και τις έκαναν: Στρατός, σχολεία, γαλανόλευκες, ιερωμένοι, αργία. Το ίδιο και τα τελευταία χρόνια, με λίγες περικοπές λόγω κρίσης. Ειδικά η συντηρητική παράταξη, και ακόμη περισσότερο η Ακροδεξιά, συνέδεε τις επετείους και με το νικηφόρο αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Η Αριστερά, παραδοσιακά αμήχανη σε θέματα πατριωτισμού (ιδίως την 28η Οκτωβρίου λόγω Μεταξά), τις αγνοούσε, ρίχνοντας το βάρος της στη «δική της» γιορτή κάθε 17η Νοεμβρίου. Οταν συμμετείχε, προσπαθούσε να συνδέσει τις εθνικές γιορτές με την Εθνική Αντίσταση, της οποίας και διεκδικούσε το μονοπώλιο. Σήμερα μεγάλο μέρος της προτρέπει τον λαό να συμμετάσχει όχι ως κοινό που παρακολουθεί τις παρελάσεις, αλλά ως διαδηλωτές, στα περσινά πρότυπα.

Καμία πολιτική δύναμη δεν ασχολήθηκε ποτέ με την καλλιέργεια του απλού – αλλά βαθύτατου στην ουσία του – πατριωτισμού. Αυτό ισχύει και για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και για τα ΜΜΕ. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον απόλυτο διεθνισμό ή και α-εθνισμό ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς, καλλιέργησαν τον εθνικισμό. Παράδειγμα: η πρόσφατη αντικατάσταση του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (με τη γνωστή ατυχή διατύπωση «συνωστίζονταν») έγινε με ένα κατά πολύ χειρότερο, συντηρητικό και εθνικιστικό.

Έτσι αντιμετωπίζεται γενικά η ιστορία και η ιστορικότητα στην Ελλάδα: διχαστικά. Αντί για συλλογική μνήμη, καλλιεργούμε ξεχωριστές πολιτικές μνήμες. Κωνσταντινισμός – βενιζελισμός, δημοκρατία – μοναρχία, Δεξιά – Αριστερά. Ο καθένας αφηγείται το δικό του παραμυθάκι, ο ρεαλισμός απουσιάζει, η ιστορικότητα, η ιστορική συνείδηση και η πατριωτική αφήγηση λάμπουν με την απουσία τους. Λείπουν όσα μας ενώνουν.

Αν και μπορεί να φανεί διδακτισμός, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω πως ο εθνικισμός θεωρεί ότι το έθνος μας είναι ανώτερο από τα άλλα, αν όχι και ανώτερη φυλή, ότι όλη η ανθρωπότητα μας χρωστάει λόγω αρχαίας Ελλάδας και πρέπει εσαεί να μας ξεπληρώνει, ότι όλα τα στραβά που συμβαίνουν στην Ελλάδα οφείλονται σε ξένο δάκτυλο. Τέτοιες απόψεις, όμως, αποτελούν κράμα αλαζονείας και μεμψιμοιρίας, προδίδοντας έλλειψη ιστορικότητας. Το 1920 μόνοι μας καταψηφίσαμε τον Βενιζέλο και μετά, βενιζελικότεροι του Βενιζέλου, θέλαμε να καταλάβουμε την Αγκυρα, με αποτέλεσμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του ’22. Το 1974 στην Κύπρο η (ακροδεξιά και χουντική, αλλά) ελληνική κυβέρνηση έκανε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ανοίγοντας την πόρτα στα έτοιμα από καιρό σχέδια της τουρκικής πλευράς. Και τώρα, στις ημέρες μας, επικρατούν πάλι απόψεις όπως ότι οι ξένοι φταίνε για την κρίση, ενώ την κρατικοδίαιτη οικονομία που κατανάλωνε περισσότερα απ’ όσα παρήγε μόνοι μας τη δημιουργήσαμε – και η όποια ευθύνη των ξένων αφορά τη διαχείριση της κρίσης και πέρα. Δυστυχώς, έτσι μεγαλώνουν οι γενιές των Ελλήνων, μέσα σε εθνικούς μύθους, σε αυτό που έχει αποκληθεί «εθνική μας τύφλωση».

Αντίθετα, ο πατριωτισμός απορρίπτει τόσο τον ανιστόρητο εθνικισμό όσο και τον ισοπεδωτικό διεθνισμό. Καλλιεργεί την αγάπη για την πατρίδα, την ελληνική γλώσσα, την Ελλάδα συνολικά, επειδή συμβαίνει να είναι η δική μας πατρίδα, όχι η ανώτερη ή η καλύτερη. Επίσης, δεν ανθολογεί μόνο τις «μεγάλες στιγμές» και τις μεγάλες επετείους, αλλά καλλιεργεί μια συνολική συνείδηση ιστορικότητας, με τα μικρά και τα μεγάλα, με τα θετικά και με τα αρνητικά. Αυτές τις ημέρες, για παράδειγμα, κλείνουν 69 χρόνια από τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το τέλος του πολέμου στη Β. Αφρική. Μιλάμε για ιστορικά γεγονότα στα οποία συμμετείχε και ελληνικός στρατός. Ακούσατε τίποτα γι’ αυτό; Οχι, βέβαια, γιατί δεν έχει περιληφθεί στο αυθαίρετο «corpus» των «μεγάλων στιγμών».

Με τις διεκπεραιωτικές, απαξιωτικές ή ρηχές θεωρήσεις να κυριαρχούν, δεν είναι περίεργο που η Ακροδεξιά προσεγγίζει αυτά τα θέματα καλύπτοντας το κενό – με τον δικό της τρόπο φυσικά: τη βία και την τρομοκρατία. Αυτό και αν είναι αυθαίρετο.

Οι εθνικές επέτειοι έχουν νόημα ενταγμένες σε ένα γενικότερο πλαίσιο ιστορικότητας και ενιαίας, κατά το δυνατόν, πατριωτικής μνήμης. Μακριά από διχασμούς και βίαιες εκδηλώσεις, τις οποίες ο κάθε πικραμένος προσπαθεί να συνδέσει με το σήμερα, μακριά από μονομέρειες και ιστορικές απλοποιήσεις που καταντούν απλοϊκότητες. Στο κάτω κάτω, είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και περισυλλογής, μια ευκαιρία να θυμηθούμε για ποιες αξίες έπεσαν ηρωικά όσοι έπεσαν. Ειδικά στις 28 Οκτωβρίου εχθρός ήταν ο φασισμός – και ο νοών νοείτω.