Της Ελένης Γεωργοπούλου*
Το λάθος που αφορά στο τεράστιο δυσλειτουργικό, πολυδάπανο και αναποτελεσματικό ελληνικό κράτος εντοπίζεται εύκολα παρ’ όλα αυτά η αλήθεια που εμπεριέχει το λάθος αποσιωπάται ή ξορκίζεται.
“Από το λάθος πρέπει κανείς να ξεκινάει και να φέρνει στο φως την αλήθεια που κρύβει μέσα του. Μ’άλλα λόγια, πρέπει ν’ αποκαλύπτουμε την πηγή του λάθους, αλλιώς το ν’ ακούμε την αλήθεια δεν ωφελεί σε τίποτα. Δεν μπορεί η αλήθεια να φανερωθεί από μόνη της, όταν κάτι άλλο έχει πάρει τη θέση της”(Ludwing Wittgnstein).Η Ελλάδα πρέπει να πειστεί πως δεν θα μπουν νέες διαχωριστικές γραμμές δηλαδή δεν θα γίνει -και δεν πρέπει να γίνει- μια άλλου τύπου “ηττημένη μεταπολιτευτική αριστερά”
Το λάθος που αφορά στο τεράστιο δυσλειτουργικό, πολυδάπανο και αναποτελεσματικό ελληνικό κράτος εντοπίζεται εύκολα παρ’ όλα αυτά η αλήθεια που εμπεριέχει το λάθος αποσιωπάται ή ξορκίζεται. Εξηγούμαι. Το τεράστιο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε γιατί επιλέχτηκε να είναι αυτό η γιγαντιαία “υγιής επιχείρηση” που θα προσφέρει δουλειά στους Έλληνες είτε προσλαμβάνοντας τους, είτε επιχορηγώντας ποικιλοτρόπως τις ιδιωτικές τους επιχειρήσεις. Σήμερα λέμε: αυτό ήταν λάθος. Κανείς δεν φαίνεται να διαφωνεί μ’ αυτό. Ή μήπως διαφωνεί;
Η πραγματικότητα φωνάζει “διαφωνία” αφού κάθε διαρθρωτική αλλαγή μπλοκάρεται με κάθε τρόπο και θα ήταν άδικο να υποστηρίξουμε πως δεν έχει επιχειρηθεί τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. τα κλειστά επαγγέλματα ανοιγοκλείνουν τα τελευταία χρόνια). Ο δημόσιος λόγος των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων υποκρύπτει και την ίδια στιγμή αποκαλύπτει, πως η διόρθωση του λάθους θα γίνει μ’ ένα νέο διαχωρισμό και είναι αυτός ο νέος διαχωρισμός που αναστέλλει κατά τη γνώμη μου την όποια αλλαγή. Ο διαχωρισμός συνοψίζεται στη φράση “Η άλλη Ελλάδα” ή λίγο διαφορετικά “Υπάρχει μια Ελλάδα που μπορεί”.
Δεν θα περιγράψω την “Ελλάδα που μπορεί” γιατί τα χαρακτηριστικά της αναδεικνύονται καθημερινά σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες. Θα περιγράψω την Ελλάδα που “δεν μπορεί” ή νιώθει πως δεν μπορεί. Υπάρχει λοιπόν μια Ελλάδα που τα επιχειρηματικά της αντανακλαστικά εξαντλήθηκαν σε πολιτικά γραφεία, η δημιουργικότητα της καταναλώθηκε στην υποστήριξη ανίκανων πολιτικών που θα εξασφάλιζαν μια θέση στο δημόσιο, μια Ελλάδα που με κόπο και μετά βίας τα προσόντα της αρχίζουν και τελειώνουν μ’ ένα πτυχίο ελληνικού πανεπιστημίου (που καμία αξία δεν έχει στην αγορά εργασίας), μια Ελλάδα μικροεπιχειρηματίων που με ζογκλερικές κινήσεις προσπαθούσαν και προσπαθούν από τη μια να πάρουν χαρτζιλίκι από το “μπαμπά κράτος” και από την άλλη να το τιμωρήσουν για την ταλαιπωρία τους κλέβοντάς το, μια Ελλάδα που τα τελευταία 30 χρόνια έχασε την έννοια του πολίτη.
Αυτή λοιπόν η Ελλάδα δεν θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας, ούτε θα εξοντωθεί με κάποιο σχέδιο αφανισμού. Στην πραγματικότητα είναι η Ελλάδα που πρέπει να περάσει από το “δεν μπορεί” στο “μπορεί” γιατί είναι και η μόνη Ελλάδα που δεν κρατάει βαλίτσες και δεν έχει την γοητευτική επιλογή (στον καιρό μας) της μετανάστευσης. Ο φόβος είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της Ελλάδας. Και ο φόβος την παρασύρει στο λαϊκισμό και στην άρνηση κάθε αλλαγής. Αυτή είναι η Ελλάδα που πρέπει να πειστεί πως δεν θα μπουν νέες διαχωριστικές γραμμές δηλαδή δεν θα γίνει -και δεν πρέπει να γίνει- μια άλλου τύπου “ηττημένη μεταπολιτευτική αριστερά”. Όσοι συμφωνούμε στο αυτονόητο των μεταρρυθμίσεων, οφείλουμε να κατέβουμε από το βάθρο του αυτονόητου, ν’ αποδεχτούμε πως απλώς εντοπίστηκε ένα λάθος και απαιτείται η διόρθωση του. Και όπως στη δημιουργία του λάθους, “Ελλάδα που μπορεί” και “Ελλάδα που δεν μπορεί” ήταν μαζί και χέρι – χέρι (γνωριζόμαστε από παλιά) το ίδιο απαιτείται τώρα και για τη διόρθωση του λάθους.
*Η Ελένη Γεωργοπούλου είναι σκηνοθέτης και μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.