14-11-2012

 

Του Αποστόλη Δημητρόπουλου*

Στο σημερινό κλίμα αναξιοπιστίας της διαδικασίας επιλογής των στελεχών της διοίκησης και γενικευμένου ελλείμματος εμπιστοσύνης (μεταξύ όλων), το πιθανότερο είναι η διαδικασία ατομικών αξιολογήσεων να καταλήξει σε φορμαλιστικές πρακτικές (“μην πειράξει κανείς κανέναν για τίποτα!”) και στη σύνταξη ατομικών εκθέσεων όπου όλοι χαρακτηρίζονται το ίδιο (ή “πολύ καλοί” ή “εξαιρετικοί”).

Για να εξασφαλίσει τον αντίκτυπο (impact) της ατομικής αξιολόγησης στις ατομικές πρακτικές των εκπαιδευτικών και τη βελτίωση της ποιότητας του έργου τους, βασίζεται κυρίως, στην δύναμη του name and blame.

1.Η πρόταση προβλέπει τη θεσμοθέτηση διαδικασιών α) ατομικής αξιολόγησης (εκπαιδευτικών και στελεχών) και β) αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.

2.Για να εξασφαλίσει τον αντίκτυπο (impact) της ατομικής αξιολόγησης στις ατομικές πρακτικές των εκπαιδευτικών και τη βελτίωση της ποιότητας του έργου τους, βασίζεται κυρίως, στην δύναμη του name and blame (προβλέπει δηλαδή ατομική έκθεση και χαρακτηρισμό των εκπαιδευτικών Ελλιπής- Επαρκής- Πολύ Καλός- Εξαιρετικός). Εφόσον αυτό εφαρμοστεί σωστά, είναι πιθανόν να έχει κάποιες θετικές επενέργειες, ιδιαίτερα σε “ακραίες” περιπτώσεις εκπαιδευτικών. Στις επίσης πιθανές “απώλειες” του συστήματος των ατομικών αξιολογήσεων, θα πρέπει όμως να συμπεριλάβουμε κάποια αποθάρρυνση της καινοτομίας, της πρωτοβουλίας, της ανάληψης ρίσκου και εν τέλει, της δημιουργικότητας των εκπαιδευτικών, εφόσον θα τείνουν να συμμορφώνονται σε δοκιμασμένες και “αποτελεσματικές” για την θετική αξιολόγηση τους, διδακτικές και παιδαγωγικές πρακτικές.

Χωρίς όμως αξιοπιστία και εμπιστοσύνη το εγχείρημα των ατομικών αξιολογήσεων που προτείνεται βρίσκεται όλο στον “αέρα”! Η αξιοπιστία είναι απαραίτητη στην επιλογή των στελεχών όλων των επιπέδων της διοίκησης, που ξεκινά από τον Γενικό Γραμματέα του υπουργείου (που αξιολογεί τους Περιφερειακούς Διευθυντές) μέχρι τους Διευθυντές σχολικών μονάδων και τους Σχολικούς Συμβούλους (που αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς σε λογικά, όπως προτείνονται, διακεκριμένα πεδία μεταξύ τους). Αν δηλαδή το πολιτικό σύστημα δεν αποφασίσει οριστικά ότι το κράτος και οι υπηρεσίες του δεν αποτελούν κομματικό λάφυρο, η διαδικασία των ατομικών αξιολογήσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε φιάσκο! Στο σημερινό κλίμα αναξιοπιστίας της διαδικασίας επιλογής των στελεχών της διοίκησης και γενικευμένου ελλείμματος εμπιστοσύνης (μεταξύ όλων), το πιθανότερο είναι η διαδικασία ατομικών αξιολογήσεων να καταλήξει σε φορμαλιστικές πρακτικές (“μην πειράξει κανείς κανέναν για τίποτα!”) και στη σύνταξη ατομικών εκθέσεων όπου όλοι χαρακτηρίζονται το ίδιο (ή “πολύ καλοί” ή “εξαιρετικοί”). Όπως δηλαδή ακριβώς συμβαίνει ήδη με τις -δήθεν- εκθέσεις αξιολόγησης των διοικητικών υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης! Δεν είναι άλλωστε διόλου απίθανο, η επικράτηση τέτοιου φορμαλισμού να ξεκινήσει από τα ανώτερα, μάλιστα, επίπεδα, αυτό του Γενικού Γραμματέα και των Περιφερειακών Διευθυντών, εφόσον η επιλογή τους είναι “πολιτική” επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η “ομάδα εργασίας” προτείνει την αλλαγή του συστήματος επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης, όπως έχει θεσμοθετηθεί για το σύνολο της διοίκησης (ν.3848/2010) -χωρίς να επεκτείνεται σε συγκεκριμένες προτάσεις ή να εξηγεί τους λόγους που αυτό κρίνεται απαραίτητο- αλλά και τη διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών από τις προβλέψεις του ν. 4024/2011 (βαθμολόγιο- νέο μισθολόγιο).

3. Για την αξιολόγηση του έργου των σχολικών μονάδων η πρόταση της “ομάδας εργασίας” δεν προβλέπει εξωτερική αξιολόγηση, παρά μόνο την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας (που συντάσσεται από το διευθυντή, σε συνεργασία με τον σύλλογο διδασκόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις των συλλογικών οργάνων του σχολείου δηλαδή σχολικό συμβούλιο, σχολική επιτροπή). Επιτρέπει, μόνο προαιρετικά, την εξωτερική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και αυτή μόνο από άλλους εκπαιδευτικούς, όχι γονείς ή άλλους), ενώ προβλέπει δειγματοληπτικά διοικητικό έλεγχο της εφαρμογής ή μη και της αξιοπιστίας/ εγκυρότητας της διαδικασίας αυτοαξιολόγησης. Επομένως, η συνολική λειτουργία της σχολικής μονάδας είναι χωρίς καμία συνέπεια, θετική ή αρνητική, επιβράβευση ή κύρωση! Η μόνη σχετική πρόβλεψη είναι η δημοσιοποίηση της έκθεσης αυτοαξιολόγησης στην ιστοσελίδα της σχολικής μονάδας! Η παραχώρηση που γίνεται προς τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες είναι ανεπίτρεπτα μεγάλη! Θα μπορούσε π.χ. να προβλεφθεί ότι κάθε 4-5 χρόνια επισκέπτεται τη σχολική μονάδα μια 5μελής επιτροπή εξωτερικής αξιολόγησης, αποτελούμενη από άλλους –επιλεγμένους- εκπαιδευτικούς και γονείς, και να αξιολογεί με συγκεκριμένο και προκαθορισμένο τρόπο κάθε σχολική μονάδα. Αυτή η έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης να δημοσιεύεται. Για τον περιορισμό του κόστους πολλών και μεγάλων μετακινήσεων, θα μπορούσε η επιτροπή εξωτερικής αξιολόγησης να αποτελείται από εκπαιδευτικούς γειτονικών περιοχών. Πέρα από την αξιοπιστία της διαδικασίας αξιολόγησης, κάτι τέτοιο θα διέχεε και θα συνέβαλε περισσότερο στην ανάπτυξη μια “κουλτούρα ποιότητας”, όπως δηλώνεται ότι επιδιώκει το προτεινόμενο σύστημα αξιολόγησης.

4. Η “ομάδα εργασίας” προτείνει, επίσης, τη συγκρότηση κεντρικού φορέα (ανεξάρτητης αρχής) υπεύθυνου για την εποπτεία και ανάπτυξη του συστήματος αξιολόγησης. Σε κρίσιμης σημασίας υποσημείωση, όμως, εξαρτά την ίδρυση του φορέα από τις δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας. Τι όμως θα συμβεί αν οι δημοσιονομικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν τα προσεχή χρόνια; Ποιος θα επιτελέσει το ρόλο της σε τέτοια περίπτωση, δεν αποσαφηνίζεται.

5. Συνολικά, η πρόταση της “ομάδας εργασίας” δεν περιλαμβάνει καμία εκτίμηση κόστους της ανάπτυξης του συστήματος αξιολόγησης που προτείνει και των σχετικών διοικητικών δομών που προβλέπει. Με δεδομένες τις δημοσιονομικές συνθήκες, αφήνει έτσι αμφίβολο τι απ’ όλα αυτά θα εφαρμοστεί τελικά και με ποιο τρόπο.

6. Πέραν του κεντρικού φορέα (Α.ΔΙ.Π.Ε.), οι λοιπές διοικητικές δομές αξιολόγησης (ΜΟ.ΔΙ.Π.Ε.) ακολουθούν το συγκεντρωτικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος. Όταν η πρόταση της “ομάδας εργασίας” αναφέρεται σε “περιφερειακές διευθύνσεις” εννοεί, προφανώς, τις αποκεντρωμένες διοικητικές υπηρεσίες του υπουργείου, όχι τις αυτοδιοικητικές περιφέρειες. Πιθανότατα αυτό συμβαίνει λόγω των συνταγματικών περιορισμών που δεν επιτρέπουν την ουσιαστική αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η “ομάδα εργασίας” στην πρότασή της, δεν κάνει καμία σχετική αναφορά στο ζήτημα ή στην ανάγκη αποκέντρωσης του, πλέον, συγκεντρωτικού συστήματος μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ. Κάτι τέτοιο θα ήταν χρήσιμο, έστω ως παρακαταθήκη, εφόσον φαίνεται ότι είναι σε εξέλιξη πολιτικές διεργασίες για την έναρξη διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος.

7. Για την ανάπτυξη ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης στην εκπαίδευση, τελικά, το αντίθετο από αυτό που προτείνει η “ομάδα εργασίας” θα έπρεπε να κάνουμε. Να δώσουμε, δηλαδή, την έμφαση στην ανάπτυξη ενός συστήματος εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, με θεσμοθέτηση και κάποιων επιβραβεύσεων/ κυρώσεων και όχι στην αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων ούτε στις ατομικές αξιολογήσεις. Παράλληλα, να προωθήσουμε την αλλαγή του συστήματος επιλογής των διοικητικών στελεχών της εκπαίδευσης, με στόχο την απεξάρτηση του από την κομματικοκρατία. Αφού είχαμε κατακτήσει και εμπεδώσει αυτά, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για περαιτέρω βελτιώσεις του συστήματος αξιολόγησης της εκπαίδευσης.

*Ο Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι διδακτορας της LSE σε θέματα εκπαίδευσης. Εργάζεται στην Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση.