Του Χάρη Θεοχάρη*
Είναι φανερό πως η ωφέλεια κατευθύνεται στο μέρος του πληθυσμού με τη μεγαλύτερη ανάγκη. Μια αλλαγή όμως σαν και αυτή δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει αρνητικά κάποιες πληθυσμιακές ομάδες. Ευνοεί όμως πολύ περισσότερους (περίπου 70% των οικογενειών) από όσους πλήττει.
Αδιαμφισβήτητα, το κράτος οφείλει να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα στήριξης της ανατροφής παιδιών. Περισσότερο πρέπει να στηρίζει τις οικογένειες στην πράξη.Αδιαμφισβήτητα, το κράτος οφείλει να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα στήριξης της ανατροφής παιδιών. Περισσότερο πρέπει να στηρίζει τις οικογένειες στην πράξη.
Πρέπει όμως να αναγνωριστεί πως ο τρόπος που το έκανε ώς τώρα, δεν ήταν σωστός. Η χώρα μας έχει τον μέσο όρο κόστους κοινωνικών παροχών από τις χώρες του ΟΟΣΑ, χωρίς τα ανάλογα αποτελέσματα (μείωση φτώχειας, στήριξη πραγματικά αδυνάμων), για το επίπεδο των χρημάτων που δίνουμε.
Ειδικότερα για τη στήριξη των παιδιών, η σημερινή δομή έχει δύο πυλώνες: την αύξηση του αφορολόγητου ορίου για κάθε παιδί και το πολυτεκνικό επίδομα.
Η φορολογία όμως, και ειδικότερα το αφορολόγητο όριο, είναι λάθος μεθοδολογία στήριξης. Αυτό για δύο λόγους: δίνεται έναν χρόνο μετά (δηλώνουμε εισοδήματα του προηγούμενου κάθε φορά έτους) και επωφελούνται μεσαία και μεγάλα αντί τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Για παράδειγμα, οι 220 χιλιάδες οικογένειες με παιδιά και εισόδημα κάτω από 5.000 ευρώ δεν ωφελούνται στο ελάχιστο από το αφορολόγητο, ενώ οι 117 χιλιάδες με εισόδημα μέχρι 9.000 ευρώ και 1 ή 2 παιδιά έχουν μικρότερη ωφέλεια από αυτή που έχουν οι άνω των 9.000 ευρώ οικογένειες.
Ετσι, από το 1,3 εκατ. οικογένειες με παιδιά, περίπου οι 440 χιλιάδες (το ένα τρίτο!) δεν έχουν καμία ή έχουν μειωμένη στήριξη.
Και το επίδομα πολυτέκνων όμως δίνεται χωρίς εισοδηματικό κριτήριο. Ετσι, το παίρνουν ομάδες πληθυσμού που δεν το έχουν ανάγκη, όπως αποδεικνύει το ζήτημα που ανέκυψε με γνωστή παρουσιάστρια πριν από καιρό.
Το νέο επίδομα, όπως έχει περιγραφεί, έχει σωστά χαρακτηριστικά: επιδοτεί κάθε οικογένεια από το πρώτο παιδί, στοχεύει τις εισοδηματικά χαμηλές οικογένειες, δεν «χάνεται» για 1 ευρώ διαφοράς εισοδήματος, αλλά «σβήνει» σταδιακά (δίνεται το 100%, 2/3 και 1/3 του ποσού), αυξάνεται ανά παιδί καθώς αυξάνονται αυτά (40 ευρώ ανά μήνα και παιδί για τα δύο πρώτα, 50 ευρώ για τα δύο επόμενα και 60 ευρώ από το πέμπτο και άνω).
Η κυριότερη καινοτομία είναι η στήριξη του μεγαλύτερου αριθμού οικογενειών που έχουν ανάγκη, αυτών με ένα και δύο παιδιά. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της δυσκολίας του εγχειρήματος, για να δώσουμε το υπάρχον επίδομα των 44 ευρώ το παιδί ανά μήνα για όλα τα παιδιά, με τη δαπάνη σταθερή, θα έπρεπε να μειωθεί το επίδομα στα 10 ευρώ!
Υπάρχει παρανόηση και για τα εισοδηματικά κριτήρια. Δεν είναι ακριβές πώς μπορεί να το πάρει κάποιος αν έχει εισόδημα 6.000 ευρώ και κάτω. Μια οικογένεια με ένα παιδί το παίρνει μέχρι τα 27.000 ευρώ (πλήρως μέχρι 9.000 ευρώ), με δύο παιδιά μέχρι 30.000 ευρώ (πλήρως ως 10.000 ευρώ), με τρία παιδιά ώς τα 33.000 ευρώ κ.ο.κ.
Το σωστό είναι να συγκρίνουμε αυτοτελώς το επίδομα τέκνων για να κρίνουμε την επίπτωσή του, όμως επειδή στον δημόσιο διάλογο έχει τεθεί το ζήτημα σε σχέση με τις αλλαγές στη φορολογία, υπολογίσαμε τη συνολική επίπτωση σε τυπικές οικογένειες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, από το νέο επίδομα αλλά και τις αλλαγές στις κλίμακες μισθωτών – συνταξιούχων, ωφελημένες ή περίπου ανεπηρέαστες βγαίνουν οι οικογένειες σύμφωνα με τον ως άνω πίνακα.
Είναι φανερό από τα παραπάνω πως η ωφέλεια κατευθύνεται στο μέρος του πληθυσμού με τη μεγαλύτερη ανάγκη. Μια αλλαγή όμως σαν και αυτή δεν είναι δυνατόν να μην επηρεάσει αρνητικά κάποιες πληθυσμιακές ομάδες. Ευνοεί όμως πολύ περισσότερους (περίπου 70% των οικογενειών) από όσους πλήττει.
Είναι αλήθεια πως αυξάνεται η πίεση στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό του Δημοσίου. Πρέπει να δουλεύει αποτελεσματικότερα και να ανακαλύπτει τη φοροδιαφυγή, ώστε να μην κατευθύνουμε το επίδομα σε οικογένειες που αποκρύπτουν εισοδήματα. Αυτό όμως πρέπει να γίνει και για πολλούς άλλους λόγους.
Το νέο σύστημα είναι ορθολογικότερο, στηρίζει χιλιάδες οικογένειες που το έχουν ανάγκη και δεδομένων των δημοσιονομικών συνθηκών, ανακατευθύνει τους πόρους εκεί όπου χρειάζεται. Μακάρι σύντομα η χώρα να είναι σε θέση να χαλαρώσει τα εισοδηματικά κριτήρια ή να αυξήσει το επίδομα, ώστε να βοηθήσει περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει ο δημόσιος διάλογος να στηριχτεί πάνω σε πραγματικά στοιχεία ώστε οι πολιτικές αποφάσεις να παίρνονται μετά λόγου γνώσεως και όχι πάνω σε σαθρά θεμέλια.
*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι Γενικός Γραμματέας Πληροφοριακών Συστημάτων.