πηγή: Τα Νέα | 9-1-2013

 

Του Μιχάλη Κούτρα*

Σήμερα, ο ανασφάλιστος, αν και κατά τεκμήριο φτωχότερος από άλλους ασφαλισμένους πολίτες, υποχρησιμοποιεί τις υπηρεσίες υγείας ή πληρώνει από την τσέπη του περισσότερα χρήματα σε σχέση με τον ασφαλισμένο.

Μια συνολική πολιτική που θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα με επάρκεια και διαφάνεια, θα οδηγούσε σε αποτελεσματικότερη χρήση αυτών και θα παρήγε ευεργετικά αποτελέσματα στο κοινωνικό πεδίο.

Είναι σαφές ότι η οικονομική κρίση στη χώρα μας εκφράζεται και ως ανθρωπιστική. Χιλιάδες πολίτες κατέληξαν ανασφάλιστοι με αποτέλεσμα να μην έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Δεδομένου ότι η επίδραση αυτού του γεγονότος στην κοινωνική συνοχή αναμένεται -και ώς έναν βαθμό είναι ήδη – καταλυτική, προβάλλει επείγουσα η ανάγκη για συστηματική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

Οι υπάρχουσες πολιτικές αποδεικνύονται ανεπαρκείς καθώς, σε μεγάλο βαθμό, είναι κατηγορικές, αδιαφανείς και πολυδιασπασμένες. Από την άλλη μεριά, οι πόροι είναι σήμερα δυσεύρετοι και ισχνοί. Παρά ταύτα, μια συνολική πολιτική που θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα με επάρκεια και διαφάνεια, θα οδηγούσε σε αποτελεσματικότερη χρήση αυτών και θα παρήγε ευεργετικά αποτελέσματα στο κοινωνικό πεδίο. Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να είναι η θεσμοθέτηση εγγυημένου ασφαλιστικού δικαιώματος υγείας σε ανασφάλιστους πολίτες κατά το πρότυπο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ). Βεβαίως το ΕΕΕ συνιστά παροχή σε χρήμα και όχι σε είδος, το οποίο χορηγείται σε νοικοκυριά και όχι ατομικά. Ομως, χορηγείται υπό προϋποθέσεις, χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι τακτικό και όχι εφάπαξ και χορηγείται κατόπιν αιτήσεως και όχι αδιάκριτα. Αν είναι δύσκολο σήμερα να θεσμοθετηθεί στη χώρα μας ΕΕΕ (κάτι από το οποίο δεν πρέπει να παραιτηθούμε), είναι πολύ ευκολότερο να παρέχεται υπό προϋποθέσεις δικαίωμα για πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας ανασφάλιστων πολιτών.

Είναι άξιο αναφοράς ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ΟΝΕ που δεν έχει θεσμοθετήσει ΕΕΕ. Η αρχική προσπάθεια κατόπιν πρότασης νόμου του ΠΑΣΟΚ το 2000 προσέκρουσε στις συνήθεις ενστάσεις (της υπεράσπισης δηλαδή κατηγορικών επιδοματικών πολιτικών βασισμένων σε πελατειακές σχέσεις), ενώ παρόμοια τύχη είχε και αντίστοιχη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ το 2005. Το κόστος μιας τέτοιας πρότασης υπολογίζεται σε περίπου 0,5% του ΑΕΠ, ποσό αναμφίβολα σημαντικό. Στην τρέχουσα υφεσιακή συγκυρία, η αναζήτηση τέτοιου πόρου έχει έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και περικεκομμένη, η επιδοματική πολιτική συνεχίζει να είναι κατηγορική, άρα κοινωνικά άδικη και αναποτελεσματική. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αλλαγή του παραδείγματος στην κοινωνική πολιτική προς το πρότυπο του ΕΕΕ θα απαιτούσε περισσότερους πόρους. Μάλλον το αντίθετο. Το βέβαιο είναι ότι θα έπληττε κατηγορίες ωφελημένων του χρεοκοπημένου πολιτικού μας συστήματος, πολίτες και πολιτικούς.

Ο συνήθης «διάβολος», που όπως λένε κρύβεται στις λεπτομέρειες, πρέπει να αναζητηθεί και στις προϋποθέσεις. Ο δημόσιος διάλογος είναι η απάντηση, όπου όλοι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτόν οφείλουν να εξηγήσουν για τι και για ποιους δημοσιολογούν. Εως τότε, άλλοι θα υποστηρίζουν τα «κεκτημένα» και άλλοι θα εισβάλλουν στο πεδίο υποκαθιστώντας το κράτος με αυτοσχέδιες πολιτικές «κοινωνικών ιατρείων και φαρμακείων». Πολιτικές που όσο κι αν συχνά είναι ανιδιοτελείς και αξιέπαινες, δεν είναι καθολικές, άρα δεν προάγουν την ισότητα, δεν είναι πάντοτε άμοιρες προσωπικής προβολής, εγκυμονούν κινδύνους στιγματισμού των χρηστών τους, ενώ συχνά εθίζουν τους πολίτες στην παροχή δωρεάν υπηρεσιών αδιακρίτως, χωρίς να αναζητείται και να αναγνωρίζεται η ατομική ιδιαιτερότητα και ευθύνη.

Στην όμορη, σχετικά, Πορτογαλία, το μηνιαίο ΕΕΕ ανερχόταν το 2010 σε περίπου 190 ευρώ. Αν όμως αναλογιστεί κανείς πως οι δικαιούχοι ασφάλισης από τον ΟΓΑ «αγοράζουν» το ασφαλιστικό τους δικαίωμα στην υγεία με 12-35 ευρώ μηνιαίως ανά νοικοκυριό και πως η μέση μηνιαία κατά κεφαλήν δαπάνη για υπηρεσίες υγείας από τον ΕΟΠΥΥ δεν υπερβαίνει τα 50 ευρώ, γίνεται φανερό πως η εγγύηση του ασφαλιστικού δικαιώματος στην υγεία είναι οικονομικά εφικτή.

Σήμερα, ο ανασφάλιστος, αν και κατά τεκμήριο φτωχότερος από άλλους ασφαλισμένους πολίτες, υποχρησιμοποιεί τις υπηρεσίες υγείας ή πληρώνει από την τσέπη του περισσότερα χρήματα σε σχέση με τον ασφαλισμένο. Αμφότερα επιδεινώνουν τη φτώχεια του, άμεσα μέσω των αυξημένων εξόδων για υπηρεσίες και φάρμακα και έμμεσα μέσω της επιδείνωσης της υγείας του. Μια άλλη κοινωνική πολιτική, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, είναι απαραίτητη για να ανακοπεί η επέλαση της φτώχειας και η πρόταση για εγγύηση του ασφαλιστικού δικαιώματος στην υγεία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Μιχάλης Κούτρας είναι πρόεδρος του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (ΟΠΑΔ).