Τα χρόνια πριν από την κρίση στη συζήτηση για την Παιδεία και την Εκπαίδευση εμφανίστηκαν οι έννοιες μεταρρύθμιση, αξιολόγηση, αριστεία, αποκέντρωση, περιορισμός της σπατάλης ανθρώπινων και υλικών πόρων. Και όχι άδικα. Για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει ο εξισωτισμός προς τα κάτω, η αυτοαναφορικότητα, η εσωστρέφεια, η λογική της ήσσονος προσπάθειας, η αναβολή λήψης αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα. Οι έντονες αντιδράσεις, που προκάλεσαν οι νέες έννοιες, έδειξαν, ότι οι κύριοι ενδιαφερόμενοι (εκπαιδευτικοί, διδασκόμενοι, γονείς) βρισκόταν σε κατάσταση σταθερής ισορροπίας. Η αντίσταση σε κάθε αλλαγή ερμηνεύεται με μία βασική αρχή της Φυσικής. Κάθε σύστημα τείνει να αντιδράσει στην μεταβολή της κατάστασής του. Η μεταρρύθμιση εκλήφθηκε ως εχθρική πράξη απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο από τους καλοπροαίρετους εκπαιδευτικούς, όσο, κυρίως, από τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές και τους κομματικούς εγκάθετους, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, βέβαια. Το συνεκτικό στοιχείο, που παρείχε σταθερότητα στο σύστημα, αλλά στην χαμηλότερη δυνατή στάθμη, ήταν η προσδοκία της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα – και ιδιαίτερα η ανώτατη εκπαίδευση – ήταν πριν από την κρίση στενά συνδεδεμένο με την απασχόληση στο δημόσιο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι, σχεδόν ένας στους δύο αποφοίτους πανεπιστημίου του 2000 απασχολούνταν το 2005 στο δημόσιο τομέα. Μετά την κρίση είναι πλέον προφανές, ότι το μέγεθος του δημόσιου τομέα δεν θα διατηρηθεί στο μέλλον. Στα προσεχή χρόνια η αναλογία των αποφοίτων ΑΕΙ που θα προσληφθούν στο δημόσιο θα μειωθεί, πιθανόν, και στον ένα στους δέκα!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα απασχόλησης στο δημόσιο και σπατάλης πόρων είναι τα επεξεργασμένα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που δείχνουν ότι το διδακτικό και βοηθητικό προσωπικό αυξήθηκε στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση την οκταετία 2000-2007 περίπου κατά 50.000 ή 35%, όταν οι μαθητές στο ίδιο διάστημα μειώθηκαν κατά 60.000 ή περίπου 5%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκεντρωτισμού αποτελούν τα στοιχεία του 2009 από τον ΟΟΣΑ, που δείχνουν ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει, με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, το πλέον συγκεντρωτικό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και λόγω του άρθρου 16 του Συντάγματος. Στην Ελλάδα μόνο το 5% των αποφάσεων για τη λειτουργία τους λαμβάνονται στα σχολεία (78% λαμβάνονται από το υπουργείο, 12% την περιφέρεια και 5% τους δήμους). Ενδεικτικά ποσοστά σε άλλες χώρες είναι: Γερμανία 23%, Γαλλία 32%, Φινλανδία 100%, ΗΠΑ 22%, μέσος όρος χωρών ΟΟΣΑ 41%, μέσος όρος χωρών ΕΕ 46%.
Ένας παράγοντας που αγνοήθηκε συστηματικά, αλλά ασκεί ισχυρή (θετική ή αρνητική) επίδραση στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι το λεγόμενο «κρυφό πρόγραμμα σπουδών» (hidden curriculum). Στην φιλοσοφία της εκπαίδευσης ως “hidden curriculum” αναφέρονται όλες εκείνες οι επίσημες και ανεπίσημες δραστηριότητες και δομές, που αναπτύσσονται στο εσωτερικό και πέριξ μια εκπαιδευτικής μονάδας με αυτόνομο τρόπο, χωρίς δηλαδή να αποτελούν φανερή προγραμματική παρέμβαση των σχολικών αρχών, και που με την λειτουργία τους ή απλώς με την παρουσία τους επηρεάζουν την διαμορφωτική λειτουργία του σχολείου πάνω στους μαθητές, αλλά και το προσωπικό του. Έτσι, για παράδειγμα, οι μέθοδοι διδασκαλίας, ενώ σχεδιάζονται και εφαρμόζονται ως εργαλεία για την καλλίτερη εκμάθηση, λειτουργούν ταυτόχρονα και ως στοιχεία του κρυφού προγράμματος, όταν αυτές επηρεάζουν το ιδεολογικό προφίλ των μαθητών. Η αρχιτεκτονική του σχολείου και του περιβάλλοντος χώρου του ασκεί μια συγκεκαλυμμένη παιδαγωγική επίδραση σε όλους μέσα στο σχολείο. Το ίδιο ισχύει με τους ήχους που συνιστούν το ηχητικό περιβάλλον ενός πανεπιστημίου. Ο συνεχής βομβαρδισμός των αυτιών μας με ντουντούκες, λ.χ. μας εθίζει σε ένα περιβάλλον έκφρασης, που σαφώς διαφέρει από εκείνο που θα επικρατούσε σε ένα ήρεμο campus με φυσικούς ήχους, ψιθύρους σκεπτόμενων και διαβουλευόμενων κ.ο.κ. Τέλος, σε περιόδους ανομίας, όπως αυτή που διανύουν τα δικά μας πανεπιστημιακά και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, διαμορφώνεται μια έντονη τάση, ώστε το κρυφό πρόγραμμα να πάρει το πάνω χέρι στην παιδαγωγική διαμόρφωση των υποκειμένων της εκπαίδευσης. Το φαινόμενο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού ουσιαστικά η στρατηγική της εκπαίδευσης χάνει έτσι την διαφάνειά της και υποκύπτει σε δυναμικές άγνωστης νομιμοποίησης, αλλά κυρίως, άγνωστης παιδαγωγική επιρροής.
Η κρίση μας καλεί σε αναπροσαρμογή των προτεραιοτήτων και αναστοχασμό. Η αφομοίωση εννοιών, όπως αριστεία, αξιολόγηση και συνετή διαχείριση, όσο βασανιστική και να είναι, έχει αρχίσει να εμπεδώνεται και η σχετική συζήτηση αφήνει ισχυρή παρακαταθήκη για την «μετά την κρίση εποχή»! Η κρίση, όμως, θέτει νέα προβλήματα, τα οποία είναι α) ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός τεκτονικών διαστάσεων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης στα νέα δεδομένα προσδόκιμου απασχόλησης από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα β) η δραστική μείωση του εισοδήματος της μεσαίας τάξης, που μέχρι πρόσφατα διέθετε μεγάλο μέρος του σε εκπαιδευτικές δαπάνες γ) οι μεγάλων διαστάσεων παρεμβάσεις, που είναι απαραίτητες για τις νέου τύπου εκπαιδευτικές ανισότητες, που επέφερε η κρίση και δ) η μείωση των μισθών των εκπαιδευτικών και η υποβάθμιση των υποδομών, που αναμένεται να επιτείνουν την αρνητική επίδραση του «κρυφού προγράμματος σπουδών».
Γνωρίζουμε, ότι πριν από την κρίση στην χώρα μας οι ανισότητες οφείλονταν κυρίως σε διαφορές, που είναι μεγαλύτερες στο εσωτερικό των κοινωνικοικονομικών ομάδων παρά μεταξύ αυτών. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικές ανισότητες, δηλαδή το διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, είναι στενά συνδεδεμένες με τις οικονομικές ανισότητες. Στην χώρα μας το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο αποτελεί τον κατεξοχήν προσδιοριστικό παράγοντα της φτώχειας. Επομένως, πολιτικές που στοχεύουν στην άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, μπορούν να αμβλύνουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι, τουλάχιστον με τα προ κρίσης δεδομένα, η συνολική δαπάνη (δημόσια και ιδιωτική) για την εκπαίδευση είναι ιδιαίτερη υψηλή στην Ελλάδα σε σχέση με τα περισσότερα κράτη-μέλη και τον κοινοτικό μέσο όρο στην ΕΕ-27. Αυτό, όμως, οφείλεται στο ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για εκπαίδευση στην χώρα μας είναι υψηλές και ξεπερνούν το 40% του συνόλου των εκπαιδευτικών δαπανών. Είναι οι δεύτερες υψηλότερες στην Ευρώπη των 27, μετά μόνο από την Κύπρο. Και αυτό συμβαίνει, διότι στην Ελλάδα οι πολίτες πληρώνουν σε μεγάλη έκταση σημαντικές υπηρεσίες εκπαίδευσης. Γνωρίζουμε ακόμα, ότι τα νοικοκυριά που δαπανούν περισσότερα για υπηρεσίες εκπαίδευσης, είναι κυρίως εκείνα με υψηλά και μεσαία εισοδήματα και με υψηλά και μεσαία εκπαιδευτικά προσόντα.
Η σημερινή κρίση κάνει ακόμα πιο επιτακτικές τις παρεμβάσεις και τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Η βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης όλων σε αυτήν θα συμβάλει στην εξοικονόμηση πόρων, τους οποίους στερούνται τα νοικοκυριά, αφού οι ιδιωτικές δαπάνες συμπιέζουν σημαντικά το βιοτικό τους επίπεδο, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Έτσι, απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης όσων προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες τους. Αυτό δεν πρέπει να ταυτίζεται μόνον με την μεταφορά πόρων προς τις εκπαιδευτικές μονάδες των περιοχών, όπου ζουν αυτά τα στρώματα, πόρων που ενδεχομένως δεν υπάρχουν πλέον. Παρεμβάσεις στο θεσμικό επίπεδο μπορούν να συμβάλουν εξ ίσου.
Τόσο η Α’ και Β’-βάθμια εκπαίδευση, όσο, κυρίως, τα πανεπιστήμια και τα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει, να αναπροσανατολιστούν και να συνδεθούν περισσότερο με την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα. Τα ΑΕΙ θα πρέπει να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στη ζήτηση σε γνώσεις, επιστημονικές εξειδικεύσεις και δεξιότητες του ιδιωτικού τομέα. Ώστε οι απόφοιτοι του εκπαιδευτικού συστήματος από ‘απασχολήσιμοι’ στο δημόσιο να γίνουν στελέχη χρήσιμα σε μια ‘νέα’ οικονομία. Ενδεικτικά, αναφέρονται ως απαραίτητες παρεμβάσεις τα παρακάτω:
– Αλλαγή εκπαιδευτικών στόχων στην Α’ και Β’-βάθμια εκπαίδευση: ελαχιστοποίηση της ‘χρηστικής’ γνώσης και αναβάθμιση της παιδευτικής, μορφωτικής. Ιδιαίτερα για την Β’-βάθμια, που όλα τα προηγούμενα χρόνια εστιάζει στην είσοδο στα ΑΕΙ.
– Οι έννοιες της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας από νωρίς στην εκπαιδευτική διαδικασία: προώθηση της κριτικής σκέψης, της επίλυσης προβλημάτων, της επινόησης, του αυτοσχεδιασμού εις βάρος της αποστήθισης, της συσσώρευσης στείρας γνώσης.
– Βελτίωση της έκθεσης στην ηλεκτρονική εκπαίδευση: ‘εκπαιδεύομαι πώς να επιλέγω την γνώση, που με ενδιαφέρει ή μου χρειάζεται στον ωκεανό γνώσης και πληροφορίας, που προσφέρει η ηλεκτρονική-διαδικτυακή εποχή και όχι στην αποστήθιση και χρονικά, νοητικά ρηχή συσσώρευση πληροφοριών’. Ενίσχυση, δηλαδή, της ικανότητας προσαρμογής στην νέα γνώση.
– Συμμετοχή των φοιτητών στην ερευνητική διαδικασία στο επίπεδο των προπτυχιακών σπουδών. Έκθεση από νωρίς στις διαδικασίες ανάπτυξης καινοτομίας.
– Ενιαίος χώρος στην Έρευνα: ΑΕΙ και ΕΚ σε πλήρη αλληλεπίδραση και αλληλοστήριξη, τόσο στην έρευνα, όσο και στην εκπαίδευση. Πολλαπλασιαστική συνεργασία ΑΕΙ/ΕΚ.
– Ουσιαστικό άνοιγμα των ΑΕΙ/ΕΚ στον ιδιωτικό τομέα για την προώθηση της καινοτομίας. Ουσιαστική συμμετοχή των ΑΕΙ/ΕΚ στην αλλαγή της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η μαζική πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση δεν θα πρέπει να περιοριστεί. Η υψηλή εκπαίδευση των πολιτών και οι υψηλές δεξιότητες των εργαζομένων είναι συστατικό στοιχείο του νέου παραγωγικού μοντέλου, που χρειαζόμαστε στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν μπορεί, όμως, τα ελληνικά ΑΕΙ, να παράγουν μαζικά ανέργους και πολίτες ακατάλληλους για εργασία! Η ανανέωση των προγραμμάτων σπουδών και η στροφή από την εκπαίδευση δημοσίων υπαλλήλων στην εκπαίδευση των εργαζομένων στον διεθνώς ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα, είναι η μεγάλη πρόκληση για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Μια πρόκληση στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά και γρήγορα.
Η οικονομική κρίση δημιουργεί επιπλέον προκλήσεις για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, με κυριότερη την ανάγκη αλλαγής επαγγέλματος. Η προσφορά ευκαιριών για επικαιροποίηση γνώσεων και για ανανέωση και αναβάθμιση δεξιοτήτων είναι επίσης κεντρικής σημασίας για την όσο γίνεται πιο γρήγορη επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Η συμμετοχή, όμως, των ενηλίκων σε εκπαιδευτικές διαδικασίες, παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει ακόμα μακριά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Εδώ, μία κρίσιμη παράμετρος είναι η τρομακτική εξάπλωση φθηνών και πολύ υψηλού επιπέδου ευκαιριών εκπαίδευσης, που παρέχει το διαδίκτυο. Πλατφόρμες, όπως το Edx (www.edx.org), προσφέρουν δωρεάν εξαμηνιαία μαθήματα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, όπως το Harvard και το ΜΙΤ σε φοιτητές ή απίστευτες ευκαιρίες μάθησης σε μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, όπως η Khan Academy (www.khanacademy.org), που προσφέρει 3.600 βιντεο-μαθήματα, με 220 εκατομμύρια φορές προβολή από το YouΤube και μια συλλογή από 386 ασκήσεις μαθηματικών, οι οποίες έχουν επιλυθεί τον τελευταίο χρόνο 700 εκατομμύρια φορές από τους 5.700.000 μαθητές που επισκέπτονται τον ιστοχώρο της κάθε μήνα. Η πρόκληση αυτή καθιστά επιτακτική την βελτίωση των μεθόδων και εργαλείων διδασκαλίας, όλων των βαθμίδων και ιδιαίτερα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η υποστήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης και η στοχευμένη βελτίωση της ποιότητάς της είναι επιτακτική ανάγκη για την κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική κινητικότητα και την κοινωνική συνοχή. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16, που επιβάλει ασφυκτικό κρατικό έλεγχο σε όλες τις βαθμίδες και αποτελεί τροχοπέδη για την αποκέντρωση και την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία του τεράστιου έργου, που έχουμε μπροστά μας, είναι η επανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, με την μεταφορά αρμοδιοτήτων στο σχολείο, κοντά στους πολίτες και ιδιαίτερα στους γονείς, τον αναπροσανατολισμό της συνολικής του φιλοσοφίας στην ανάπτυξη σύγχρονων ικανοτήτων και δεξιοτήτων και την διαρκή εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Η «Δυναμική Ελλάδα» θα εργαστεί με όλες της τις δυνάμεις προς αυτή την κατεύθυνση.
* Ο Ορέστης Καλογήρου είναι Καθηγητής ΑΠΘ και μέλος της προσωρινής Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.
ΥΓ Το κείμενο αυτό, στην πραγματικότητα, είναι συλλογικό προϊόν πολύτιμων υποδείξεων, συνεισφορών και συζητήσεων με τους Αχιλλέα Γραβάνη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος της προσωρινής Επιτροπής Πρωτοβουλίας της «Δυναμικής Ελλάδας», Αποστόλη Δημητρόπουλο, ειδικό επιστήμονα, και Κώστα Σοφούλη, Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου.