Του Πέτρου Κουπέγκου*
Ένα δικό μας Μνημόνιο τώρα είναι προαπαιτούμενο για μια θετική μεταρρύθμιση. Ούτε πιο δύσκολο, ούτε πιο εύκολο, ένα Μνημόνιο του “ανάλογου μέτρου” που σε ένα αλληλοεξαρτώμενο κόσμο ανεβάζει τον πήχη και τα χαρακτηριστικά του συλλογικού μας “χρέους” και των δυνατοτήτων στα ουσιώδη και χρήσιμα, περνά ασφαλώς τα σύνορα μας και κυρίως μας “διακτινίζει” δυναμικά στο μέλλον όπου πρέπει να πιστεύουμε ότι ανήκουμε εμείς και οι σημερινές μας αποφάσεις.
Τα “μνημόνια” για την Ελλάδα δεν προκάλεσαν την κρίση ούτε ασφαλώς την απέφυγαν. Ήρθαν ως “πακέτα διάσωσης” ενός οικονομικού και πολιτικού συστήματος σχεδιασμένα μόνο για να αποφευχθεί μια άμεση χρεοκοπία και ει δυνατόν να αποτραπεί μια μελλοντική.Μην τρομάζουμε άλλο με ότι “φορτίζονται” από τον τρόπο που “επικοινωνούνται” οι λέξεις, είναι μια λέξη το “Μνημόνιο”.
Δυστυχώς, χαμένοι στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα”, αποτύχαμε να αξιολογήσουμε έγκαιρα τους κινδύνους και τους ουσιαστικούς λόγους που φέρνουν τέτοια “μνημόνια” και κατά συνέπεια το να είμαστε σε θέση να τα αποφύγουμε. Επίσης η διαρθρωτικά αδύναμη θέση μας στο Ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι και οι ανικανότητες μας με την προφανή εσωτερική πολιτική κακοφωνία δεν άφηναν πολλά περιθώρια στο να τα προσαρμόσουμε. Το επιχείρημα των από μηχανής (και καλών προθέσεων;) θεών που θα μας βοηθούσαν εκτός ΕΕ ή το ότι θα μπορούσαμε τότε, πάνω στην έξαρση της κρίσης, να τα διορθώσουμε είναι εμφανώς έωλο και αβάσιμο. Καταρρέει δε εύκολα όταν, με όση καλή διάθεση και να έχεις, στρέφεις το βλέμμα σου στα πρόσωπα και το ποιόν αυτών που το επικαλούνται.
Προέκυψαν λοιπόν τα “μνημόνια” ως οι δεσμεύσεις, οι προϋποθέσεις και οι εφαρμοστέες διαδικασίες που εξασφαλίζουν ένα μετρήσιμο (λογιστικό) οικονομικό κυρίως αποτέλεσμα αποδεκτό από τους νόμους και το καθεστώς των σημερινών συσχετισμών της Ευρωπαϊκής και παγκόσμιας “αγοράς”. Επειδή δε για ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αναγκαία μια μεταφορά κεφαλαίων δεν κρύφτηκε ποτέ η παράλληλη απαίτηση της εξασφάλισης όσων θα συμμετείχαν ώστε, σύμφωνα με την ανάλυση, τον σχεδιασμό ή την δήλωση τους, να μην ρίχνουν πόρους σε μια “μαύρη” τρύπα. Η οικονομική αυτή εξασφάλιση φυσικά δεν ήταν απαλλαγμένη της πολιτικής και ιδεολογικής φιλοσοφίας των δανειστών που σήμαινε ότι θα υπήρχε μεν “διάσωση” αλλά όχι χωρίς θύματα. Το βασικό ερώτημα ήταν “μη διάσωση” και πολλά θύματα ή “διάσωση” και λιγότερα; Σκληρό και αδυσώπητο ερώτημα που δεν δέχεται δύο απαντήσεις. Τα “αλλά” και οι σχετικές κραυγές που ακούστηκαν από τους Ρομπέν των Δασών της Ελληνικής πολιτικής σκηνής ήταν επαγγελματική διαστροφή του σιναφιού και κροκοδείλια δάκρυα που συνεχίζουν να αναπαράγονται κατά καιρούς από αυτούς που “καταλαβαίνουν” τον πόνο του κόσμου… πολιτικούς, δημοσιογράφους ή και απλούς πολίτες που συνήθως υπερασπίζονται με πάθος και οργή δικά τους ή και άλλων κεκτημένα “δικαιώματα” (σε αντίθεση με τους “βολεμένους”, “πουλημένους” …μνημονιακούς). Αυτό που υπερασπίζονται βασικά είναι το status quo. Αυτό δηλαδή που τους διαιωνίζει, αγνοώντας όμως ότι το καταφύγιο τους είναι ένα κομμάτι πάγου που γρήγορα λειώνει.
Μπορούσε βέβαια να γίνει ουσιαστική συζήτηση και μάλιστα σχετικά εγκαίρως ή σε καταλληλότερη χρονική στιγμή αλλά σε εκείνη την πρόκληση, όταν υπήρξε, … δεν απάντησε θετικά κανείς. Η αντιπολίτευση της πλειοδοσίας στην ανευθυνότητα είχε άλλες προτεραιότητες και πριν και μετά….
Αυτό ήταν πάντα ένα θεμελιακό πρόβλημα. Το έχει η εξουσία, το έχει η κοινωνία, το έχουν σαν μονάδες πολίτες. Αλλά ως εδώ!
Τα μνημόνια τόσο ως διαδικασία όσο και ως έκταση θα έπρεπε να μας είναι κάπου περισσότερο χρήσιμα. Θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για κάτι άλλο, ως μάθημα διακυβέρνησης στην αναζήτηση ενός αποτελέσματος ή και ενός απώτερου σκοπού. Και αν αυτή τη φορά τη σύνταξη τους δεν την αναθέταμε μόνο σε λογιστές; Και αν αυτοί που είχαν κάτι καλό ή χρήσιμο να πούνε ήταν εκεί; Αν την “εντολή” την δίναμε εμείς σε μια δικής μας έμπνευσης “τρόϊκας”, με ένα άλμα υπέρβασης προς τον καλύτερο εαυτό μας;
Τότε ένα μεγάλο, εμπνευσμένο, μελετημένο, όχι οριζόντιο, όχι ετεροβαρές Μνημόνιο, με τα συγκροτημένα βήματα και συντονισμό, θα ήταν ένα εργαλείο για να ξαναδούμε την οικονομία να ξυπνάει, μικρές ομάδες στην αρχή και μετά στρατιές ανέργων να βρίσκουν παραγωγική δουλειά, πανεπιστήμια στα οποία να αποδίδει καρπούς η γνώση και η έρευνα, σχολεία καθαρά και αποτελεσματικά που προάγουν μια παιδεία που να αποτελεί τομή σε κάθε διάσταση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ένα δικό μας “Μνημόνιο” θα ήταν αρκετό για να δούμε υπηρεσίες που προσφέρουν εξυπηρέτηση στους πολίτες, και κανάλια πληροφόρησης που ενημερώνουν. Θα ήταν αρκετό για να δούμε ισότητα και δικαιοσύνη στη φορολογία και συμμετοχή και ποιότητα στην παραγωγή υπηρεσιών και αγαθών.
Μην τρομάζουμε από τις λέξεις, είναι μια λέξη το “Μνημόνιο”. Αλλά ένα τέτοιο χρειαζόμαστε, ένα τέτοιο Σχέδιο γύρω από το οποίο θα στοιχηθούμε όχι για να αποκομίσουμε κλαδικά ή συγκυριακά οφέλη αλλά για να μετασχηματίσουμε την κοινωνία, τη ζωή μας, την προοπτική της, συνολικά.
Ένα δικό μας Μνημόνιο τώρα είναι προαπαιτούμενο για μια θετική μεταρρύθμιση. Ούτε πιο δύσκολο, ούτε πιο εύκολο, ένα Μνημόνιο του “ανάλογου μέτρου” που σε ένα αλληλοεξαρτώμενο κόσμο ανεβάζει τον πήχη και τα χαρακτηριστικά του συλλογικού μας “χρέους” και των δυνατοτήτων στα ουσιώδη και χρήσιμα, περνά ασφαλώς τα σύνορα μας και κυρίως μας “διακτινίζει” δυναμικά στο μέλλον όπου πρέπει να πιστεύουμε ότι ανήκουμε εμείς και οι σημερινές μας αποφάσεις.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες αναλυτικές ικανότητες για να διαπιστωθούν οι ελλείψεις στην διακυβέρνηση της χώρας. Οι αδυναμίες είναι διαχρονικές και αφορούν και ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και τα υποκείμενα της πολιτικής που είναι οι πολίτες, δηλαδή η κοινωνία στο σύνολο της.
Οι ελλείψεις στην Διακυβέρνηση οδηγούν σε μια ασφαλή διαπίστωση που προκύπτει εκ του αποτελέσματος και για όσους έχουν διάθεση να συζητούν για πολύ ακόμη τα αίτια της είναι τώρα σωστό να επικεντρωθούν στο πως θα γίνει ο μετασχηματισμός στο παρόν και το μέλλον. Σε ποιό σημείο θα στηθεί μια νέα αφετηρία και ποιοί και πως θα πορευτούμε στο εξής. Αυτό γιατί στην πολιτικο-κομματική μας πραγματικότητα οι δικολάβοι της πολιτικής αναλώνονται σε διακηρύξεις και δίκες προθέσεων που παράγουν και αναπαράγουν ποικίλους εξτρεμισμούς υποθάλποντας και αποσιωπώντας το αρχικό και διαρκές “έγκλημα” που πηγάζει από μια συμπεριφορά με χαρακτηριστικά πολιτικού πρωτογονισμού και βίαιου “βασικού ένστικτου”. Μιας συμπεριφοράς που προτιμά τον αυτοσχεδιασμό από την μεθοδική οργάνωση. Που τα γνωρίζει όλα και ιδιαίτερα όσα δεν είναι σε θέση να ξέρει. Που προτιμά το εφήμερο από το σταθερό, την “ελευθερία” της πρόσκαιρης ιδιοτέλειας από την μακρόπνοη συλλογική δέσμευση και ευθύνη.
Η πλαισίωση με κανόνες και θεμελιώδεις αξίες αυτής της συμπεριφοράς είναι μια εθνική υπόθεση και υποχρέωση ενώ ταυτόχρονα, εθνική υπόθεση και υποχρέωση είναι να αποκατασταθούν οι άνθρωποι που ως φυσικά ή και νομικά πρόσωπα αποτέλεσαν τον “σάκο του μποξ” στις πιο δύσκολες ώρες και έγιναν χωρίς να ρωτηθούν οι παράπλευρες απώλειες και τα θύματα με ή χωρίς ονοματεπώνυμο.
*Ο Πέτρος Κουπέγκος είναι Πολιτικός Σύμβουλος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.