Του Ορέστη Καλογήρου*
Η ένοπλη βία ως «τρομοκρατία» σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι απολύτως καταδικαστέα. Η κοινωνία οφείλει να υψώνει ένα μεγάλο τείχος απέναντί της.
Το πώς φτάνει ένας νέος άνθρωπος στα σκοτεινά μονοπάτια της τρομοκρατίας, μου ήταν πάντα σκοτεινό. Και πάντα μου προκαλούσε κατάπληξη η επαμφοτερίζουσα στάση μεγάλου μέρους της κοινωνίας απέναντι στο σκοτεινό αυτό φαινόμενο. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις ήταν η σύλληψη τεσσάρων νέων ανθρώπων σε απόπειρα ληστείας, που φέρονται συνδεδεμένοι με τρομοκρατική οργάνωση και κατά τα φαινόμενα υπέστησαν βίαιη μεταχείριση από την αστυνομία.Η απογοήτευση δεν είναι τόσο από τα σχόλια νέων, κυρίως, ανθρώπων του ύφους «αφού ζούμε σε δικτατορία, πώς να αντιδράσουν οι νέοι» ή «αφού τους στερήσατε τα όνειρα, τι θα έκαναν», όσο από πνευματικούς ανθρώπους που προχωρούν με ευκολία σε μια γενίκευση και μια αυτομαστίγωση.
Οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι συλληφθέντες είναι αποτρόπαιες. Εισέβαλαν ως κουμπουροφόροι σε μια ήσυχη κωμόπολη, απείλησαν με καλάσνικοφ υπαλλήλους και πολίτες, κράτησαν όμηρο έναν ανυποψίαστο πολίτη με το όπλο στο κεφάλι. Κανένας συμψηφισμός και καμία κατανόηση για τις πράξεις αυτές. Μόνο απόλυτη καταδίκη. Η δημοκρατία απαιτεί την προσαγωγή τους σε δίκη και την παραδειγματική τιμωρία τους, αν κριθούν αμετάκλητα ένοχοι. Εάν η κακοποίησή τους έγινε μετά τη σύλληψή τους, η δημοκρατία απαιτεί την άμεση διερεύνηση του θέματος και την τιμωρία των υπευθύνων. Αυτά (θα έπρεπε να) είναι προφανή, δεν είναι, όμως, και αυτό είναι λυπηρό. Η πραγματική αφορμή για αυτές τις σκέψεις είναι τα όσα διαβάζω τις ημέρες αυτές σε άρθρα και σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Το μειοψηφικό φαινόμενο των ελάχιστων νέων ανθρώπων που ακολουθούν τα σκοτεινά μονοπάτια της τρομοκρατίας γενικεύεται με ανιστόρητο τρόπο.
Η απογοήτευση δεν είναι τόσο από τα σχόλια νέων, κυρίως, ανθρώπων του ύφους «αφού ζούμε σε δικτατορία, πώς να αντιδράσουν οι νέοι» ή «αφού τους στερήσατε τα όνειρα, τι θα έκαναν», όσο από πνευματικούς ανθρώπους που προχωρούν με ευκολία σε μια γενίκευση και μια αυτομαστίγωση του ύφους «εμείς οπλίσαμε το χέρι των νέων» ή «εμείς φέραμε μια γενιά στα άκρα». Απέναντι στους απειροελάχιστους νέους με τα καλάσνικοφ υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι που αντιμετωπίζουν (ευτυχώς) πολύ διαφορετικά τα προβλήματά τους. Έρχομαι σε επαφή καθημερινά με δεκάδες νέους και νέες, που έχουν λαχτάρα για τη γνώση, που είναι υπεύθυνοι άνθρωποι, που έχουν στόχους, που έχουν τα ίδια προβλήματα, άνεργους γονείς, βιώνουν την κρίση και παλεύουν να αλλάξουν τη ζωή τους και να αλλάξουν την κοινωνία χωρίς καλάσνικοφ. Και παίρνω από αυτούς κουράγιο και έμπνευση.
Οι γενικεύσεις επεκτάθηκαν και με αφορμή το γεγονός ότι ένας τουλάχιστον από τους συλληφθέντες είναι γόνος εύπορης οικογένειας. Μια ακατάσχετη ηθικολογία πλημμύρισε τον δημόσιο διάλογο για τις ευθύνες των γονιών που μεγάλωσαν «τρομοκράτες με Φιλιππινέζα». Ξεχάστηκε τόσο γρήγορα ότι η μισή εγκληματική οργάνωση «17 Νοέμβρη» αποτελούνταν από τα παιδιά ενός πολύτεκνου φτωχού ιερέα και όχι από τα τέκνα των «μαμάδων βορείων προαστίων». Τα μονοπάτια της τρομοκρατίας είναι σκοτεινά.
*Ο Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής ΑΠΘ, μέλος της Προσωρινής Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.