πηγή: Μακεδονία | 24-4-2013

 

Του Ορέστη Καλογήρου*

Η επταετία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας από τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους και τους πολιτικούς επιστήμονες. Η ιστορία της είναι κυρίως αναπαραγωγή στερεοτύπων. Εκείνο που έχει αγνοηθεί συστηματικά είναι οι κοινωνικές διεργασίες πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

Η μεγαλύτερη ζημιά έγινε στο σχολείο. Μία ολόκληρη γενιά μορφώθηκε με την τιποτολογία της εθνικοφροσύνης και του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Την περασμένη Κυριακή συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, που εγκαθίδρυσε στρατιωτική χούντα για επτά συναπτά έτη.
Η επταετία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας από τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους και τους πολιτικούς επιστήμονες. Η ιστορία της είναι κυρίως αναπαραγωγή στερεοτύπων (για τους Αμερικανούς, το ΝΑΤΟ, το παλάτι, την αποστασία κ.λπ.). Εκείνο που έχει αγνοηθεί συστηματικά είναι οι κοινωνικές διεργασίες πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Κυρίως το κατά πόσο η δικτατορία ως ιστορικό σημείο ασυνέχειας (singularity) ανέκοψε κοινωνικές δυναμικές με θετικό πρόσημο και τις έστρεψε σε αρνητική κατεύθυνση. Εγγράφοντας με αυτόν τον τρόπο στρεβλές αρχικές συνθήκες στο εγχείρημα της μεταπολίτευσης.
Ο γράφων διαισθάνεται ότι πολλά από τα σημερινά αδιέξοδα της χώρας δεν οφείλονται στη μεταπολίτευση αλλά στις αφετηριακές συμβάσεις της, όπως τις κληρονόμησε από τη δικτατορία. Η ιστορία φυσικά δεν γράφεται με «αν». Πέρα όμως από το προφανές, δηλαδή τη στέρηση των ελευθεριών και την κατάργηση της δημοκρατίας, η δικτατορία των συνταγματαρχών βύθισε τη χώρα στο πολιτιστικό βλαχομπαρόκ και στο κιτς, όπως αυτό εκφράστηκε από ένα μίγμα στοιχείων προνεωτερικής αγροτικής κοινωνίας και στρατιωτικής νοοτροπίας. Λίγο μετά το πραξικόπημα η ΕΟΚ ανέστειλε τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας. Ανακόπηκε βίαια η κυκλοφορία των ιδεών και διεκόπη η επίδραση των πολιτικών, κοινωνικών, φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων που συντάραξαν μία από τις πιο σημαντικές περιόδους της νεωτερικότητας στη χώρα και διεθνώς, εκείνη της δεκαετίας του ’60. Με λίγα λόγια η χώρα αποκόπηκε από τα σαρωτικά ευρωπαϊκά και διεθνή ρεύματα. Εκεί θράφηκε το έδαφος για τη μετέπειτα εσωστρέφεια, την αυτοαναφορικότητα, τη συνωμοσιολογία.

Παράλληλα τα χρόνια εκείνα αναδείχτηκαν νέα κοινωνικά στρώματα, κυρίως υπαλλήλων και ελεύθερων επαγγελματιών, που διεκδίκησαν μερίδιο κοινωνικής ανάδειξης, προσφέροντας σε έναν βαθμό πολιτική νομιμοποίηση στη χούντα, και που αργότερα στη μεταπολίτευση μεταφράστηκε σε διεκδίκηση κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Με όρους που εκτός από το «απελευθερωτικό» φορτίο τους είχαν και μία υποδόρια σχέση με την κουλτούρα της επταετίας (ποδόσφαιρο, μπουζούκια, γιορτές σε στάδια κ.λπ.). Η μεγαλύτερη ζημιά έγινε στο σχολείο. Μία ολόκληρη γενιά μορφώθηκε με την τιποτολογία της εθνικοφροσύνης και του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Η όποια πνευματική πρωτοπορία μπήκε σε αμυντική θέση, στρεφόμενη δικαίως στην ανάγκη για αντίσταση, πνευματική και όχι μόνον, που ενέτεινε την εσωστρέφεια και την απουσία αλληλεπίδρασης με το διεθνές περιβάλλον. Ο καλώς εννοούμενος κοσμοπολιτισμός έδωσε τη θέση του στον κακώς εννοούμενο «επαρχιωτισμό». Η δικτατορία κατέρρευσε, αφού προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου. Ήδη είχε συντελεστεί μία πολιτισμική καταστροφή. Τις προάλλες σε έρευνα γνώμης που δημοσιεύτηκε το 30% απάντησε ότι ήταν καλύτερα επί χούντας. Παιδιά και εγγόνια αυτής της πολιτισμικής καταστροφής; Η ιστορία δεν γράφεται με «αν»… Όμως ένα είναι βέβαιο. Η δικτατορία μάς κόστισε πολύ ακριβά ως χώρα και ως κοινωνία. Ναι, στη δικτατορία ήταν χειρότερα.

Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής ΑΠΘ, μέλος της Προσωρινής Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.