πηγή: Athens Voice | 19-7-2013

 

Του Ηλία Μόσιαλου

Καθώς η βία και η ανομία ολοένα αυξάνονται γύρω μας, είναι επιτακτική ανάγκη να πάρουν ξεκάθαρη θέση όλα τα κόμματα και οι κοινωνικοί φορείς ενάντια στα φαινόμενα αυτά.

Αν η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου το βράδυ της Τετάρτης από τη Βουλή δεν συνοδεύτηκε από πράξεις υλικής βίας στην πρωτεύουσα, κάτι που είχε δυστυχώς γίνει αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια σε ανάλογες περιπτώσεις, συνοδεύτηκε ωστόσο από εκφράσεις έντονης λεκτικής βίας μέσα στη Βουλή. Τα «γουναράδικα», οι «κρεμάλες», το «να έρθει ένας χρυσαυγίτης να επιβάλει την τάξη» ήταν βέβαια οι κορυφαίες περιπτώσεις, αλλά δεν ήταν οι μόνες. Με αφορμή λοιπόν τη συζήτηση, αναδιατυπώνω εδώ μερικές σκέψεις για το ζήτημα της βίας.

Υπάρχει ένας βέβαιος δρόμος για να καταρρεύσουν οι κοινωνίες, ακόμα και αυτές που δεν αντιμετωπίζουν έντονα οικονομικά προβλήματα, όπως αυτά που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Αυτός είναι ο δρόμος της άρνησης εφαρμογής των νόμων.

Καθώς οι νόμοι στο σύνολό τους εκφράζουν, ταυτόχρονα, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ελευθερίες και απαγορεύσεις, οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι υποχρεωμένες να αναζητούν τις απαραίτητες ισορροπίες. Αυτός είναι ο δρόμος που καλούνται να ακολουθήσουν οι κρατικοί μηχανισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των μηχανισμών προστασίας της ασφάλειας του πολίτη, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα. Έτσι, οι πάντες γνωρίζουν, ακόμα και εμπειρικά, ότι δουλειά του κράτους είναι να εξασφαλίζει μια σταθερή βάση για τη λειτουργία των θεσμών, να μην παραβιάζει τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες των πολιτών, ούτε των συλλογικών φορέων τους, καθώς και να παραπέμπει στη Δικαιοσύνη όσους παραβιάζουν τις παραπάνω αρχές.

Αλλά το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχουν δείξει ιδιαίτερη αδράνεια, πολλές φορές προκλητική, στην εφαρμογή αυτών των αρχών. Για να αλλάξει αυτό, είναι βέβαια πολύ σημαντικό το πολιτικό σύστημα να παραδεχτεί τις ευθύνες του και να μετασχηματιστεί. Παράλληλα όμως, η προσπάθεια αυτή πρέπει να στηριχτεί και στις ενέργειες των ίδιων των πολιτών. Οι πολίτες δικαιούνται και οφείλουν να διαμαρτύρονται όταν βλέπουν περιπτώσεις κοινωνικής αδικίας, ανισότητας, προκλητικής συμπεριφοράς και υποτίμησης των νόμων.

Αντί ορισμένοι να ακολουθούν πρακτικές παραβίασης των νόμων, να προπηλακίζουν όσους δεν σκέφτονται όπως αυτοί ή να απειλούν ευθέως πως θα χυθεί αίμα (τι άλλο σημαίνουν οι φράσεις που σταχυολόγησα πιο πάνω από τη συζήτηση στη Βουλή;), ίσως θα ήταν καλύτερο να αρχίσουν αυτοί πρώτοι να εφαρμόζουν τους νόμους. Οι πολίτες που εμπνέονταν από τα κινήματα ανυπακοής, όπως αυτά που αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ του ΄60 από τους αρνητές στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ και από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, επεδίωκαν με τη εθελούσια παράδοσή τους στη Δικαιοσύνη να κινητοποιήσουν τις νομικές διαδικασίες, ώστε οι όποιοι άδικοι νόμοι να καταπέσουν στα δικαστήρια, όχι στο δρόμο.

Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με τα γνήσια και ελπιδοφόρα κινήματα των πολιτών για αλλαγή των νόμων. Σ’ αυτά, οι συμμετέχοντες πολίτες συνειδητοποιούν πως αποτελούν μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας. Αυτό σημαίνει πως οι πολίτες δεν εξαρτούν τη νόμιμη συμπεριφορά τους από τη συμπεριφορά των άλλων, αλλά θεωρούν πως η τήρηση των νόμων αποτελεί πρωτίστως δική τους υποχρέωση. Όπως, επίσης, υποχρέωση και δικαίωμά τους είναι να αγωνίζονται με νόμιμο τρόπο κατά όλων των συμπεριφορών που παραβιάζουν το δηµόσιο συμφέρον, όπως είναι το «φακελάκι», το «γρηγορόσημο» και η φοροδιαφυγή. Όπως έχω γράψει και παλιότερα, αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο «κίνημα ανυπακοής κατά της διαφθοράς», τότε θα αναγκαζόταν το ίδιο το πολιτικό σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του. Αντιθέτως, τα φαινόμενα ανομίας συμβάλλουν στη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν. Αυτό σίγουρα δεν ωφελεί τη δημοκρατία, ούτε τους Έλληνες πολίτες.

Στην ελληνική κοινωνία παρατηρείται, επίσης, αυτό που η Χάνα Άρεντ είχε ονομάσει «αλληλεγγύη με βάση τον οίκτο». Όταν μια κοινωνική ομάδα έχει κάποιο αίτημα, τότε ορισμένα κόμματα τάσσονται υπέρ του, χωρίς να εξετάζουν τις επιπτώσεις στην ευρύτερη κοινωνία. Όλα ομαδοποιούνται στη λογική του οίκτου. Παράδειγμα: υιοθετούνται και προβάλλονται τα αιτήματα και των χαμηλοσυνταξιούχων και των μεγαλογιατρών, ισοπεδωτικά, ισότιμα και ταυτόχρονα. Αυτό τουλάχιστον κάνει ένα μέρος της Αριστεράς. Αντιλαμβάνονται τη Δικαιοσύνη ως προστασία συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων. Το ζήτημα όμως είναι πώς η διασφάλιση της λειτουργίας του κράτους δικαίου, καθώς και η ισότητα στις ευκαιρίες και στις δυνατότητες, θα τεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας μας.

Η άρνηση των νόμων, η ανομία και η αδιάκριτη στήριξη κάθε αιτήματος δεν είναι προς όφελος των αδύναμων, αλλά σε βάρος τους. Ισχυροί είναι αυτοί που έχουν έτσι κι αλλιώς προσβάσεις και δυνατότητες, είναι όσοι τα καταφέρνουν καλύτερα με την ανομία και τη γενικευμένη αντίληψη ότι όλες οι διεκδικήσεις είναι ισότιμες. Αντίθετα, οι αδύναμοι έχουν μόνο το κράτος δικαίου ως προστάτη τους και μπορούν να αναπτυχθούν στοιχειωδώς ισότιμα μόνο εφόσον τηρούνται οι νόμοι.

Καθώς η βία και η ανομία ολοένα αυξάνονται γύρω μας, είναι επιτακτική ανάγκη να πάρουν ξεκάθαρη θέση όλα τα κόμματα και οι κοινωνικοί φορείς ενάντια στα φαινόμενα αυτά. Η βία και η ανομία είναι ό,τι πιο οπισθοδρομικό και συντηρητικό υπάρχει στην κοινωνία μας, γιατί περιορίζει την ελευθερία επιλογών. Και καμιά μορφή βίας δεν θα πρέπει να γίνεται ανεκτή, όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως από την κοινωνία μας και τους πολίτες.

Υπό αυτή την έννοια, ούτε καν η λεκτική βία δε θα έπρεπε να «περνάει», ούτε να τη συνηθίζουμε, πολύ περισσότερο σε χώρους όπως η Βουλή. Γιατί ο εθισμός της ακοής στη βία σπάνια μένει εκεί: συνήθως ακολουθεί η υλική / σωματική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα κοινωνικά μας ήθη και τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, πρώην υπουργός, μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας της “Δυναμικής Ελλάδας”.