πηγή: Τα Νέα | 3-7-2013

 

Του Ηλία Μόσιαλου

Η κατάθεση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου ήταν ευκαιρία για να συζητηθεί σε βάθος και το θέμα της πολυπολιτισμικότητας. Δυστυχώς και αυτή η ευκαιρία χάθηκε καθώς το πολιτικό σύστημα χάθηκε στις ασημαντότητες.

Η κατάθεση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου ήταν ευκαιρία για να συζητηθεί σε βάθος και το θέμα της πολυπολιτισμικότητας. Δυστυχώς και αυτή η ευκαιρία χάθηκε καθώς το πολιτικό σύστημα χάθηκε στις ασημαντότητες. Σήμερα στη χώρα φιλοξενούμε πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες. Με περισσότερους από 500.000 μουσουλμάνους στην Ελλάδα, δεν γίνεται να αγνοούμε το ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας.
Ποιος πρέπει να είναι ο φορέας των πολιτισμικών δικαιωμάτων: η κοινότητα ή το άτομο; Οι κοινότητες πρέπει να μετατραπούν σε «φορείς δικαιωμάτων», αίροντας τις ανισότητες μεταξύ ντόπιων και μεταναστών, λέει η μια τάση. Η έμφαση πρέπει να δοθεί σε ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες των μεταναστών, λέει η άλλη, γιατί έτσι αποτρέπεται το ενδεχόμενο της καταδυνάστευσης των μειονοτήτων. Γιατί η παροχή δικαιωμάτων π.χ. σε μουσουλμανική κοινότητα ως σύνολο είναι μεν αποτελεσματικό «όπλο» εναντίον των εθνικιστικών ρευμάτων, αλλά μπορεί εξίσου καλά να οδηγήσει σε προσωπικές καταπιέσεις.
Αυτός ο κανονιστικός διάλογος αντικατοπτρίζεται ώς έναν βαθμό και στην εφαρμογή πολιτικών που αποσκοπούν στην προστασία των μειονοτικών ομάδων. Το Βέλγιο, π.χ., διεύρυνε τις ήδη υπάρχουσες ρυθμίσεις για την καθολική, την προτεσταντική και την εβραϊκή κοινότητα προκειμένου να συμπεριλάβει στην κυβερνητική χρηματοδότηση και τη νεοσυσταθείσα μουσουλμανική κοινότητα, ενώ ο Καναδάς επιχείρησε να εξαλείψει τις διακρίσεις που βιώνουν οι πολιτιστικές και εθνικές μειονότητες, κάνοντας σαφές ότι η πολιτική εδώ οριοθετείται από «το δημοκρατικό Σύνταγμα και τη νομολογία των ανθρώπινων δικαιωμάτων».

Δεδομένων των διλημμάτων μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας, πώς πρέπει να ρυθμίζονται οι αλληλεπιδραστικές σχέσεις των ανθρώπων; Προκειμένου μια πολυπολιτισμική πολιτική να επιτύχει, οι νόμοι πρέπει να επιδεικνύουν ευαισθησία απέναντι στην αυτονομία του ατόμου και στη βούλησή του να επιδιώκει διαφορετικές πολιτισμικές ή θρησκευτικές πολιτικές, με την προϋπόθεση ότι αυτές πρέπει να βρίσκονται εντός των ορίων που καθορίζονται από την κοινωνία υποδοχής. Ως εκ τούτου, πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των πολιτικών υπέρ ατόμων που θεωρείται ότι υφίστανται καταπίεση και πολιτικών που επιτρέπουν στα άτομα, εφόσον το επιθυμούν, να αποδέχονται πρακτικές ίσως όχι απολύτως συμβατές με την πολιτισμική τους προέλευση.
Αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι τα δικαιώματα και οι εξουσίες να εκχωρούνται μόνο στα άτομα και όχι στις πολιτισμικές ομάδες στις οποίες ανήκουν. Tο μείζον πρόβλημα των περισσότερων συζητήσεων περί πολυπολιτισμικότητας είναι ότι χρησιμοποιούν παγιωμένες αντιλήψεις περί θρησκείας και πολιτισμού, πράγμα που ίσως οδηγήσει σε πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τη ρυθμιστική εξουσία μιας ομάδας πάνω στα μέλη της ή προάγουν ό,τι ορισμένα από τα ισχυρά μέλη της υποστηρίζουν ότι αποτελούν δικές τους, απαράβατες πολιτισμικές αρχές, εις βάρος πεποιθήσεων και ερμηνειών άλλων μελών της ίδιας ομάδας.
H λύση είναι μια μικρή μετατόπιση από το φιλελεύθερο δημοκρατικό μοντέλο της «ομαδοποιημένης» πολυπολιτισμικότητας στην πολυπολιτισμικότητα χωρίς κουλτούρα, όπου παρά την ύπαρξη μιας κυρίαρχης ομάδας οι πολιτικές πολυπολιτισμικότητας δεν υπάγονται αποκλειστικά σε αυτήν αλλά στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε κάθε περίπτωση, η προτεραιότητα στην πολυπολιτισμική πολιτική πρέπει να είναι πρωτίστως η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τα συλλογικά δικαιώματα. Με αυτήν την έννοια, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται σε μια δασκάλα να φοράει μπούρκα στο σχολείο, αφού το δικαίωμα κάθε παιδιού στην καλύτερη δυνατή εκπαίδευση αντίκειται στην άσκηση των πολιτισμικών πρακτικών της δασκάλας. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και στην κάλυψη προσώπου στις γυναίκες αστυνομικούς. Η κλειτοριδεκτομή απαγορεύεται, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων. Οι ιεροκήρυκες μπορούν να τονίζουν τα οφέλη της κοινής θρησκείας, αλλά δεν μπορούν να καταφέρονται εναντίον όσων έχουν αποφασίσει να απέχουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Πολλά από αυτά τα θέματα είναι δυνατό να αποσαφηνιστούν με μια καθαρή ιεράρχηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μεταναστών, ενώ οι «γκρίζες ζώνες» θα εναπόκεινται στους νομοθέτες και στους δικαστές.
H πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών επιβάλλει να απομακρυνθούμε από μια ενιαία κανονιστική ηθική και να τολμήσουμε να εφαρμόσουμε μια νέα ηθική της πολυπολιτισμικότητας που, ενώ θα αναδεικνύει τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών ως πολιτών δημοκρατικών κοινωνιών, θα αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των πολιτισμών της χώρας όπου ζουν.

*Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, πρώην υπουργός, μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας της “Δυναμικής Ελλάδας”.