Του Μελέτη Ρεντούμη*
Στα πλαίσια των διεργασιών που γίνονται στο εσωτερικό της ΕΕ και όλων των σεναρίων που συζητούνται για το μέλλον της ευρωζώνης που σχετίζεται άμεσα με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, βρίσκεται και η επικείμενη τραπεζική ένωση. Πρόκειται για έναν νέο θεσμό που ενδέχεται να προκύψει έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ ευρωπαίων αξιωματούχων και κυρίως μετά από τις ισχυρές αντιρρήσεις της Γερμανίας όσον αφορά την πλήρη εφαρμογή του.Η όποια διάσωση τραπεζών στο μέλλον, δεν θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά η όλη υπόθεση θα περνά είτε στον ενιαίο μηχανισμό στήριξης (ESM) είτε μέσω αυτού στο νέο οργανισμό εποπτείας.
Ποια όμως είναι η θέση της Ελλάδας στο εν λόγω ζήτημα; Η χώρα μας ήταν από την αρχή και σωστά υπέρ του συγκεκριμένου εγχειρήματος, καθώς μία τραπεζική ένωση μπορεί να οδηγήσει έμμεσα τόσο στην ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, που τόσο έχουμε ανάγκη, όσο και στην αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Πρακτικά πρόκειται για μία διεθνή εποπτική αρχή που θα λειτουργεί και σαν εκκαθαριστής και θα καλείται να ελέγχει όλους τους τραπεζικούς ομίλους που εδρεύουν στην ΕΕ μέσα από συγκεκριμένους κανόνες, κριτήρια και δείκτες με στόχο την άρτια λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα και την αδιάλειπτη παροχή ρευστότητας στο σύστημα.
Η μετάβαση στην τραπεζική ένωση γίνεται μετά από την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο συγκεντρώνει τους φορείς που ασκούν χρηματοοικονομική εποπτεία σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης και τους επιτρέπει να λειτουργούν ως δίκτυο.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να πετύχει η Ελλάδα σε συνεργασία με τους εταίρους είναι να μην μετακινηθεί εξ’ολοκλήρου η απόφαση για εκκαθάριση ή πώληση δραστηριοτήτων των εγχώριων τραπεζών στην ΕΕ αλλά να υπάρχει η συναπόφαση μεταξύ εθνικών αρχών, δηλαδή κυβέρνησης, Τράπεζας της Ελλάδος, Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καθώς και Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΕΚΤ.
Το παραπάνω σενάριο ίσως είναι πιο εφικτό πλέον καθώς δεν απαιτείται η αλλαγή της συνθήκης της ΕΕ αλλά θα γίνει χρήση του άρθρου 114 της Συνθήκης που επιτρέπει ένα μηχανισμό εκκαθάρισης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η όποια διάσωση τραπεζών στο μέλλον, δεν θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά η όλη υπόθεση θα περνά είτε στον ενιαίο μηχανισμό στήριξης (ESM) είτε μέσω αυτού στο νέο οργανισμό εποπτείας. Δεν πρέπει να υπάρχει εμπλοκή των φορολογουμένων των κρατών μελών, αλλά να γίνεται χρήση όλων των νομικών και χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως μεταβατικά σχήματα, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, placements, σταδιακές εκκαθαρίσεις και αναδιαρθρώσεις στοιχείων ενεργητικού των προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αν τηρηθούν σωστά οι κανόνες που θα διέπουν την ένωση με την στήριξη των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τότε θα επανακτηθεί η δανειοδότηση των εγχώριων οικονομιών κυρίως του Νότου και θα ενισχυθεί η καταναλωτική εμπιστοσύνη. Αυτό με την σειρά του θα συμβάλλει στην καλύτερη αποπληρωμή των δανείων επιχειρηματικών και στεγαστικών, ενώ θα ελαχιστοποιηθούν οι εκροές καταθέσεων από το σύστημα, λόγω της συνολικής διάσωσης που δεν θα αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες από τις αγορές.
Στόχος λοιπόν στο προσεχές διάστημα μετά και τις γερμανικές εκλογές ,είναι η ελληνική πλευρά να εντείνει την πίεση για την δημιουργία του μηχανισμού μέσα στο 2014, παράλληλα με την ελάφρυνση χρέους που μπορεί να διεκδικήσει, ώστε να εξασφαλιστεί η ρευστότητα στο σύστημα, αλλά και να αποφευχθούν απρόβλεπτες συστημικές κρίσεις που μπορεί να εκτροχιάσουν τον τακτικό προϋπολογισμό.
Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι μπορούμε να διεκδικήσουμε μια ενιαία εποπτική αρχή με εναρμονισμένους κανόνες κεφαλαιακών απαιτήσεων, με έμφαση στην ασφάλεια και εγγύηση των καταθέσεων αλλά και ένα μηχανισμό εκκαθάρισης με αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των εθνικών αρχών, των ευρωπαϊκών οργάνων και της ΕΚΤ.
Η πορεία του εγχειρήματος σίγουρα θα κρίνει και τον βαθμό αλληλεγγύης που επιδιώκει η ΕΕ στους κόλπους της με απώτερο στόχο την ενίσχυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.