Του Μελέτη Ρεντούμη*
Όπως όλοι γνωρίζουμε, βρίσκεται ήδη σε διαβούλευση από τους εταίρους και δανειστές μας, έστω και ανεπίσημα, ένα τρίτο πακέτο στήριξης το οποίο θα καλύψει το χρηματοδοτικό κενό της διετίας 2015-2016. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι δεν θ’ αποτελεί κούρεμα δανείων ή παρέμβαση στην αγορά ομολόγων, αλλά θα πρόκειται για μία νέα δανειακή σύμβαση.Με την ύφεση απλά να επιβραδύνεται και χωρίς ακόμα πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα διατηρήσιμα, είναι αμφίβολο για το αν μπορεί το χρέος να καταστεί βιώσιμο με το επόμενο πακέτο στήριξης.
Αυτό που βέβαια αναμένουν όλοι με αγωνία είναι με ποιους όρους θα δοθεί το νέο δάνειο και τι ακριβώς θα περιλαμβάνει.
Είναι γεγονός ότι κανείς δεν χαρίζει χρήματα στη σημερινή εποχή και οι εταίροι αντιλήφθηκαν και πρωτίστως η Γερμανία ότι έχουν συμφέρον να κρατήσουν την Ελλάδα εντός του ευρώ και να τη στηρίξουν, για να μην πυροδοτήσουν μία τεράστια συστημική κρίση που μπορεί ν’ αποβεί μοιραία για την ίδια την ΕΕ.
Οι όροι βέβαια που θέτουν σε κάθε πρόγραμμα που καλούμαστε να εφαρμόσουμε έχει πολύ σφιχτά χρονοδιαγράμματα και, σε συνδυασμό με τη βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και τις οριζόντιες απολύσεις, έχει δημιουργήσει μια πρωτοφανή έκρηξη της ανεργίας που οδεύει στο 30% όταν στις ηλικίες 18-25 φθάνει το 64%.
Με την ύφεση απλά να επιβραδύνεται και χωρίς ακόμα πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα διατηρήσιμα, είναι αμφίβολο για το αν μπορεί το χρέος να καταστεί βιώσιμο με το επόμενο πακέτο στήριξης.
Εχει τεθεί επίσης το σενάριο για να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις και να ενισχυθούν τα έσοδα, ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του ΤΑΙΠΕΔ να περάσει σε holding company με έδρα το Λουξεμβούργο, ώστε η διαχείριση και το αποτέλεσμα επί των εσόδων να βρίσκεται στα χέρια των δανειστών.
Πέρα λοιπόν από τον γνωστό λαϊκισμό που ρέπει το πολιτικό σύστημα περί εθνικής κυριαρχίας όταν, επί της ουσίας, οι ιδιωτικοποιήσεις σέρνονται, οι μεγάλες βιομηχανίες αποσύρονται και τ’ ακίνητα δεν έχουν καν καταγραφεί ή αποτιμηθεί, οφείλουμε να θέσουμε με σοβαρότητα στην Τρόικα το τι θέλουμε να πετύχουμε ώστε να καταγραφεί σαν όρος στην όποια δανειακή σύμβαση υπογράψουμε.
Πρακτικά, αυτό που είναι επιτακτική ανάγκη να πετύχουμε είναι η αύξηση της απασχόλησης μέσω του νέου προγράμματος και τη χρήση των χρηματοδοτικών εργαλείων που διαθέτουμε, όπως ΕΣΠΑ, Ταμείο Συνοχής κ.λπ.
Αν λοιπόν οι εταίροι θέλουν να διαχειριστούν τις αποκρατικοποιήσεις, και γνωρίζουν τον στόχο των εσόδων, θα πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα και ρήτρα απασχόλησης. Δηλαδή, μόνο ο συνδυασμός ενός στρατηγικού πλάνου για επενδύσεις με νέες θέσεις εργασίας συν ένα ικανοποιητικό αρχικό τίμημα θα γίνονται αποδεκτές. Αυτό πρέπει να το καταστήσουμε σαφές.
Επίσης κάθε νέα επένδυση που θα εισέρχεται στη χώρα, που μπορεί να είναι μία επιχείρηση ή κοινοπραξία, θα δίνει πρώτα το επιχειρηματικό της πλάνο που θα συνοδεύεται από αξιοποίηση του εγχώριου ανθρωπίνου δυναμικού.
Το σίγουρο είναι ότι απολύσεις, υπερφορολόγηση, ύφεση, υψηλή ανεργία και μηδενικός πληθωρισμός, δημιουργούν συστατικά αποτυχίας, αν δεν συνοδευτούν από αντίμετρα με τόνωση των πολιτικών απασχόλησης, συμβατικά όμως και γραμμένο στο Μνημόνιο παράλληλα με τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα.
Με βάση την παραπάνω λογική μπορούμε επίσημα να ζητήσουμε την αναθεώρηση του δείκτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι το προσαρμοσμένο έλλειμμα ή πλεόνασμα. Δηλαδή εφόσον υπολογίζουν ήδη την ύφεση και πώς ταμειακά επηρεάζει το ΑΕΠ, στην εξίσωση θα μπει ενδογενώς και η ανεργία, που συνδέεται άρρηκτα με την ύφεση.
Οσο συνδέουμε την επιτυχία του δημοσιονομικού προγράμματος σταθερότητας με την απασχόληση, μέσα από σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις, τηρούμε τους κανόνες και έχουμε τη σύμπλευση των εταίρων σε αυτό, μπορούμε να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον, γιατί θα δημιουργήσουμε οργανική διατηρήσιμη ανάπτυξη που θα φέρει την έξοδο της χώρας από την κρίση.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.