Του Ορέστη Καλογήρου
Η Πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης κάθε μέρα που περνάει ωριμάζει όλο και περισσότερο. Με σεβασμό προς όλες τις πολιτικές δυνάμεις, μικρές ή μεγάλες, και με ανοιχτές τις πόρτες για όσους και όσες διστάζουν ακόμη, είναι καιρός να κάνει τα επόμενα καθοριστικά βήματα, από τα οποία σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί η επιτυχία της. Το πρώτο στάδιο σιγά-σιγά ολοκληρώνεται με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η συνάντηση ανθρώπων από διαφορετικές αφετηρίες, οι αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, οι συναντήσεις και οι εκδηλώσεις, λείαναν τις τριβές, ήραν σε ένα βαθμό επιφυλάξεις και καχυποψίες.
Το μεγάλο στοίχημα, όμως, είναι και παραμένει η συνάντηση της Πρωτοβουλίας με το «μεγάλο κοινό». Εκεί είναι που πρέπει να ξεπεραστούν οι φόβοι, οι καχυποψίες, οι αγκυλώσεις. Από την σκοπιά αυτή, η διαδικασία που θα επιλεγεί για την συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου είναι κρίσιμη, καθοριστική και βαθιά πολιτική. Θα καθορίσει θετικά ή αρνητικά το πλαίσιο, στο οποίο η Πρωτοβουλία θα ανταμώσει με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Σχηματικά, έχουν κατατεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δύο σχέδια. Σε αδρές γραμμές, το ένα προβλέπει μια πολιτική διαδικασία ανάμεσα στις επισπεύδουσες συλλογικότητες με τήρηση του δημοκρατικού, αναλογικού κανόνα και το άλλο μια πλατιά, συμμετοχική διαδικασία με κάλπη, που θα δώσει την δυνατότητα στους πολίτες να ταυτιστούν πολιτικά με το εγχείρημα και να το συνδιαμορφώσουν.
Το βασικότερο επιχείρημα της πρώτης πρότασης είναι ότι έτσι αποφεύγεται η δράση των μηχανισμών, η πιθανή ανάδειξη παλαιοκομματικών υποψηφίων, το καπέλωμα από ένα κόμμα κλπ. Οι φόβοι αυτοί αντανακλούν δύο πράγματα. Από τη μια, έντονη καχυποψία απέναντι στην κοινωνία και από την άλλη ανάγνωση του σήμερα με όρους του χθες. Δεν είναι λαϊκισμός να πούμε ότι η δημοκρατική προοδευτική παράταξη έχασε την ψυχή της επειδή αποκόπηκε από την κοινωνία. Η καχυποψία απέναντι στους πολίτες και ο φόβος ότι χειραγωγούνται από μηχανισμούς, όχι μόνον δεν θα διευκολύνουν τη συνάντηση της Πρωτοβουλίας με τον κόσμο, αλλά θα τη δυσχεράνει, καθώς θα μεγαλώσει το χάσμα της καχυποψίας των ίδιων των πολιτών απέναντι στην Πρωτοβουλία. Σήμερα, οι μηχανισμοί είναι σε μειονεκτική θέση, καθώς οι πολίτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν αποστρέψει την πλάτη, ακόμη κι αν βρίσκονται πολιτικά στον ίδιο χώρο. Όμως, και η «άλλη πλευρά», οι πολιτικοί φορείς, δηλαδή, που συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή, γνωρίζουν ότι παλαιοκομματικές υποψηφιότητες και σκληρές γραμμές δεν έχουν καμία ελπίδα να διαπεράσουν το υποψιασμένο σώμα του κόσμου της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Αυτό αποτελεί ένα εχέγγυο παραπάνω, ότι οι πολιτικοί φορείς θα φροντίσουν να θέσουν στην κρίση των πολιτών πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και σηματοδοτούν την ανανέωση. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, αν προτείνουν υποψήφιους με αυτό το προφίλ, χαλάλι και να τους «εκλέξουν»! Αντίθετα, μια κλειστή διαδικασία επιλογής κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του μικρόκοσμου των πολιτικών φορέων, κινήσεων και ομάδων και να μετατραπεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια «κατασκευής ηγετών». Κάτι που δεν ενδιαφέρει την κοινωνία.
Από το πολιτικό μέρος ας πάμε στο διαδικαστικό. Σχετικά με το ψηφοδέλτιο, η πρόταση που κατατίθεται εδώ, προβλέπει τα εξής. Από ότι διαφαίνεται, την πορεία μέχρι την συνδιάσκεψη θα αναλάβει μια Οργανωτική Επιτροπή. Ποιοτικά, το περίγραμμά της, το μέγεθός της και η σύνθεσή της έχουν ήδη προταθεί δημόσια. Η επιτροπή αυτή θα συζητήσει προτάσεις και θα διαμορφώσει την τελική διαδικασία συγκρότησης του ψηφοδελτίου. Τέλος, στη συνδιάσκεψη θα εκλεγεί Επιτροπή Εκλογικού Αγώνα, η οποία θα ορίσει και εκπρόσωπο τύπου. Η Επιτροπή Εκλογικού Αγώνα θα αναλάβει την ευθύνη του οργανωτικού μέρους της διαδικασίας επιλογής υποψηφίων για την ευρωλίστα.
Η ΟΕ ορίζει μια 15μελή Πολιτική Επιτροπή που θα έχει ως μόνο έργο την πλήρη και αποκλειστική υλοποίηση της διαδικασίας συγκρότησης του ψηφοδελτίου, με όποιον τρόπο θα έχει ήδη αποφασιστεί. Η Πολιτική Επιτροπή έχει την ευθύνη για το ευρωψηφοδέλτιο. Τα μέλη της δεν θα είναι υποψήφιοι στην ευρωλίστα. Πρόεδρος της επιτροπής ορίζεται ένα μέλος των 58 εγνωσμένου κύρους και καθολικής αποδοχής. Η Πολιτική Επιτροπή συλλέγει υποψηφιότητες και βιογραφικά. Από το σύνολο των υποψηφιοτήτων συντάσσει μία «short list» με 40 ονόματα λαμβάνοντας υπ’ όψιν κριτήρια μεγέθους των φορέων που εκπροσωπούνται, την παρουσία ικανού αριθμού ανένταχτων προσώπων, την απαίτηση για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού μέσα από την συνέχεια, το προφίλ της Πρωτοβουλίας (ενωτική, συλλογική, φρέσκια, πλουραλιστική, όχι παλαιοκομματική). Από τα 40 ονόματα επιλέγει 7, τα οποία μπαίνουν στην κάλπη για τις 7 πρώτες θέσεις του ψηφοδελτίου. Η Πολιτική Επιτροπή συμπληρώνει τις υπόλοιπες θέσεις από τους/ις υπόλοιπους/ες εκ των 40 μέχρι την προτελευταία θέση με τα ίδια ακριβώς κριτήρια που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Για την τελευταία τιμητική θέση επιλέγεται μια πολιτική προσωπικότητα του χώρου. Το αποτέλεσμα γίνεται σεβαστό από όλους.
Η πρόταση αυτή απαντάει και στο επιχείρημα ότι οι ‘αναγνωρίσιμοι/ες’ θα υπερκεράσουν άνετα τους/ις υπόλοιπους/ες και έτσι το αποτέλεσμα θα είναι στην ουσία προκαθορισμένο. Ο αριθμός επτά έχει ένα πλεονέκτημα. Οι επτά θα γίνουν μέσα σε λίγες ημέρες ισότιμα αναγνωρίσιμοι γιατί θα προβληθούν από όλα τα ΜΜΕ. Στην ευκταία περίπτωση θα εκλεγούν τρεις ευρωβουλευτές. Οπότε, ο αριθμός επτά καλύπτει και το κριτήριο της δυνατότητας επιλογής εκ μέρους των πολιτών. Θα μπορούσε να είναι και δέκα, αλλά αυτό δυσχεραίνει κάπως την «ισότιμη αναγνωρισιμότητα». Αντίθετα, αν τεθούν και τα 40 ονόματα στην κρίση των πολιτών, ο κίνδυνος η αναγνωρισιμότητα να αποτελέσει τον κύριο παράγοντα επιλογής γίνεται πραγματικός.
Αν παρ’ όλα αυτά, ένας πολιτικός φορέας επιχειρήσει και έστω κατορθώσει να χειραγωγήσει τη διαδικασία, δεν θα τινάξει απλώς το εγχείρημα στον αέρα, αλλά θα υπονομεύσει την ίδια την πολιτική του υπόσταση. Γιατί η απογοήτευση της κοινωνίας θα εκφραστεί ως αποδοκιμασία στην πραγματική κάλπη. Εξ άλλου, μετά από τόσα χρόνια κρίσης όλοι και όλες έχουν γίνει πιο σοφοί.
Μια κλειστή διαδικασία συγκρότησης του ψηφοδελτίου θα εγκλωβίσει τη δυναμική του εγχειρήματος. Αντίθετα, μια ανοιχτή διαδικασία θα απελευθερώσει τη δυναμική της δίνοντας τη δυνατότητα σε χιλιάδες πολίτες να ταυτιστούν με το εγχείρημα και να γίνουν οι ίδιοι πολύτιμοι πολλαπλασιαστές του στην κάλπη του Μαΐου. Ταυτόχρονα, θα προσφέρει πολύτιμη πολιτική αναβάπτιση της παράταξης και θα δυναμώσει τους δεσμούς της με την κοινωνία.
* Ο Ορέστης Καλογήρου είναι Καθηγητής ΑΠΘ, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.