Του Αυγερινού Βλάχου

Η Χρυσή Αυγή δεν είναι μία ακόμη οργάνωση της ελληνικής ακροδεξιάς, αλλά ένα γνήσιο ναζιστικό μόρφωμα. Είναι λάθος να ψέγεται ως χουντικό, νεοναζιστικό ή φασιστικό. Πρόκειται για ακραιφνή ναζισμό. Προσεταιρίζεται τους συγκεκριμένους χώρους, στηλιτεύοντας ανθρώπους, όπως οι Μεταξάς, Παπαδόπουλος, Τσολάκογλου κ.λπ., στη βάση του ότι «δεν υπήρξαν αρκούντως ιδεολόγοι». Οι ίδιοι οι χρυσαυγίτες θεωρούν τους εαυτούς τους συνεχιστές του Hitler και όχι νοσταλγούς του, όπως συχνά αναφέρεται λάθος στον δημόσιο διάλογο. Το επίσημο καταστατικό της οργάνωσης είναι σαφές. Εθνικοσοσιαλισμός και ξερό ψωμί.

ας κοιτάξουμε το ναζισμό με συνθετικό και όχι «αφοριστικό» βλέμμα

Αν και το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στην αναζήτηση των αιτιών ανόδου της Χ.Α., γίνεται μία μικρή εισαγωγή. Η άνοδος της Χ.Α. οφείλεται εν πολλοίς σε όλους μας, μηδενός εξαιρουμένου. Η ευθύνη ωστόσο του καθενός ποικίλει. Αποδίδω την ευθύνη σε όλους μας, διότι όπως έχω ξαναγράψει, βλέπαμε από καιρό το πρόβλημα, αλλά παριστάναμε τους στραβούς. Δεν λέγαμε τίποτα, δεν θέλαμε να πιστέψουμε ότι υπάρχει και ενώ βαθιά μέσα μας το ξέραμε, δεν κάναμε τίποτα. Στην Δημοκρατία άλλωστε η ευθύνη είναι κατά βάση ατομική και επομένως δεν μπορούμε να χρεώνουμε μόνο στους πολιτικούς την έξαρση της ρατσιστικής βίας και λόγου. Έτσι ήρθε η κρίση και σπίθισε το εύφλεκτο αέριο που κατέκλυζε την Ελλάδα με αποτέλεσμα το φαινόμενο να εκραγεί. Το αυγό του φιδιού ήταν πλέον έτοιμο να σπάσει μέσα στην ζεστασιά που του παρείχε ο υφέρποντας φασισμός της ελληνικής κοινωνίας. Δεν ήταν και δεν είναι ο μετανάστης ο «εσωτερικός εχθρός» για τον οποίο η Χ.Α. κηρύσσει τη νέα «εθνική αντίσταση» (Ψαρράς, 2012).1

Ο «εσωτερικός εχθρός» ήταν ο πάντα συγκεκριμένος κακός πολιτικός, ο διεφθαρμένος εφοριακός, ο τεμπέλης δημόσιος υπάλληλος, ο ρατσιστής εκπαιδευτικός, ο ακατάλληλος πανεπιστημιακός, ο πολιτικάντης δήθεν ιδεολόγος. Επαναλαμβάνω ότι αναφέρομαι μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σπίλωσης της δημόσιας ζωής και της λειτουργίας του κοινωνικού ιστού και σε καμία περίπτωση δεν γενικεύω αφοριστικά αναφερόμενος σε όλους τους πολιτικούς, όλους τους εφοριακούς, όλους τους δημόσιους υπάλληλους, όλους τους εκπαιδευτικούς. Μακριά αυτά από εμένα.

Αλλά τι πρέπει να κάνουμε ώστε να την περιορίσουμε (αν όχι εξαλείψουμε) και τι να μην κάνουμε ώστε να αποφύγουμε την περεταίρω ενδυνάμωση αυτής της ναζιστικής λαίλαπας;

Το πρώτο βήμα είναι να κάνει ο καθένας από εμάς την αυτοκριτική του. Να προσπαθήσει πρώτα να αλλάξει τον εαυτό του και έπειτα την κοινωνία. «Πότε όμως τολμήσαμε να γίνουμε εμείς η αλλαγή που προβάλλαμε σε ολόκληρη την κοινωνία, την οποία μάλιστα ψέγαμε αφοριστικά για..» όλα τα αρνητικά του τόπου; Προσωπικά δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια τέτοια στιγμή και για αυτό κρίνω αυτό το πρώτο βήμα εκ των δυσκολότερων που πρέπει να εφαρμόσουμε ώστε να πάψει η Χ.Α. να έχει όχι απλά δύναμη, αλλά ακόμη και υπόσταση.

Το δεύτερο βήμα είναι η πολιτική. Το φρόνημα πρέπει να διώκεται πολιτικά μέσω επιχειρηματολογίας και όχι νομικά μέσω της καταγεγραμμένης ιστορικής αλήθειας. Κατά την γνώμη μου, ο ναζισμός δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο πολιτικά, μέσα στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία, όπως ακριβώς γεννήθηκε. Αυτό δεν απαλλάσσει σε καμία τα στελέχη της Χ.Α. από τις ποινικές τους ευθύνες. Απεναντίας οι σχετικές έρευνες της Δικαιοσύνης πρέπει να προχωρήσουν αποφασιστικά. Το δικαστικό κομμάτι δύναται να προχωρήσει παράλληλα με το πολιτικό, χωρίς καμία όμως τομή, γιατί στις Δημοκρατίες δεν διώκεται το φρόνημα – ακόμη και το ξεδιάντροπα ναζιστικό.

Η πολιτική θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει μία άτυπη «υγειονομική ζώνη» τα διακριτά όρια της οποίας θα περιφρουρούνται από όλους τους πολίτες και τα πολιτικά κόμματα. Όταν κάτι τέτοιο συνέβη στιγμιαία και για μία και μόνη φορά στο παρελθόν τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά: το 2005 το Φεστιβάλ Μίσους (στην κυριολεξία «HateWave Festival») της Χ.Α. ακυρώθηκε έπειτα από συντονισμένες και μαζικές αντιδράσεις πολιτών, κομμάτων, οργανώσεων, ακόμη και των οργάνων της τάξης. Ίσως στις μέρες μας η Χ.Α. να έχει αποδράσει για τα καλά από τα όρια αυτής της υγειονομικής ζώνης (λόγω του όγκου των ψηφοφόρων της), ωστόσο η πολιτική ομόνοια στο συγκεκριμένο ζήτημα κρίνεται απαραίτητη για την μεταστροφή του κλίματος σε επίπεδο κοινωνίας.

Η αντιμετώπιση του ναζισμού με αφορισμούς, όπως «είναι συστημικό κόμμα», «θα ξεφουσκώσει από μόνο του», «είναι το μακρύ χέρι του συστήματος», «είναι απόρροια του μνημονίου», «μνημόνιο ίσον ναζισμός» τείνουν να μεταθέσουν το πρόβλημα και το βάρος της επίλυσής του κάτω από το χαλί, αντί να βοηθούν στην εξεύρεση πιθανών λύσεων. Η συνηθισμένη πλέον εξίσωση του μνημονίου και της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης με τον ακραιφνή ναζισμό της Χ.Α. είναι επιπόλαιη, αβάσιμη και επικίνδυνη, όπως ομοίως είναι και η εξίσωση της αριστεράς με το ναζισμό και τη βία. Η γνήσια πολιτική αντιμετώπιση του ναζισμού θα είναι αποτελεσματική μόνο εφόσον είναι ειλικρινής και χωρίς καμία πολιτική ιδιοτέλεια. Εάν ο ναζισμός προβάλλεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής ή αντίστροφα εάν προτάσσεται ως συνέπεια της εκλογικής ανόδου της αριστεράς (για μικροπολιτικούς και στις δύο περιπτώσεις λόγους) και δεν υπάρχει μία στοιχειώδης ομόνοια των πολιτικών δυνάμεων της χώρας σε αυτό το τόσο σοβαρό ζήτημα είναι φυσικό και επόμενο να συνεχίσει να ενισχύεται αντί να καταπολεμάται στη ρίζα του.

Το τρίτο βήμα αφορά στην συντεταγμένη πολιτεία και στο Κράτος Δικαίου. Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει μία δημόσια συζήτηση για το αν πρέπει και για το αν μπορεί (σύμφωνα με το Σύνταγμα) να απαγορευθεί η λειτουργία της Χ.Α. ως κόμμα και ως νόμιμος πολιτικός φορέας που συμμετέχει στις όποιες εκλογές. Θεωρώ ότι η απαγόρευση της δράσης και της λειτουργίας της Χ.Α. δεν μπορεί να ωφελήσει σε τίποτα στη ριζική αντιμετώπισή της. Ίσα-ίσα ενδέχεται να προκαλέσει ένα «restart» στην οργάνωση, η οποία με αυτόν τον τρόπο θα κατορθώσει να διαγράψει το βαρύ (ποινικά και ιδεολογικά) παρελθόν της, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να παρουσιαστεί ως θύμα του «πολιτικού κατεστημένου» και άρα να ηρωοποιήσει τον εαυτό της κεφαλαιοποιώντας αυτήν την ηρωοποίηση πολιτικά με έναν νέο φορέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι οι χρυσαυγίτες έσπευσαν να ιδρύσουν την «Εθνική Αυγή» ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να ξεπεράσουν τον σκόπελο της απαγόρευσης. Πολλοί (μεταξύ των οποίων και έγκριτοι συνταγματολόγοι) προβάλλουν το επιχείρημα ότι το Ελληνικό Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει προϋποθέσεις και διαδικασία για την απαγόρευση της λειτουργίας και της συμμετοχής σε εκλογές για κάποιο κόμμα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 29, παράγραφος 1 του Συντάγματος, η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βάσει αυτού η Χ.Α. θα μπορούσε να απαγορευτεί, εάν διαπιστωθούν επίσημα από το δικαστικό σώμα παραβάσεις που έχουν να κάνουν με το πολίτευμα. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί και με την αξιοποίηση των διεθνών οδηγιών που έχει λάβει η χώρα από την Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων [C.E.R.D. 28.8.2009 στο (Ψαρράς, 2012)] που καλούν την Ελλάδα να θέσει εκτός νόμου όλες τις νεοναζιστικές οργανώσεις της.

Και πάλι όμως το ερώτημα επανέρχεται. Κρίνεται σκόπιμο και κυρίως ωφέλιμο για τη Δημοκρατία και τους πολίτες να απαγορευτεί ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα; Εκτός των επιχειρημάτων που ανέφερα προηγουμένως περί κάθαρσης της Χ.Α. και προσπάθειας ηρωοποίησης σε περίπτωση απαγόρευσης της οργάνωσης, υπάρχουν και άλλα. Οι περίπου 430.000 ψηφοφόροι της Χ.Α. ενδέχεται να αισθανθούν είτε προσβολή, είτε κάτι ακόμη χειρότερο: να νιώσουν ότι εν μέσω Δημοκρατίας τους στερείται το αναφαίρετο δικαίωμα επιλογής αντιπροσώπων. Δηλαδή να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι η σημερινή πολιτειακή οργάνωση της χώρας εδράζεται σε λάθος βάσεις και άρα η δημοκρατία πρέπει να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει αυτό το «άλλο» δεν ξέρω και διστάζω να προβλέψω. Η ναζιστική οργάνωση του Μιχαλολιάκου θα ηττηθεί πολιτικά μόνο όταν επιστρέψει στα ποσοστά που είχε τη δεκαετία του 1990 και τα οποία θυμίζουν γνωστό πράκτορα του βρετανικού σινεμά. Θα ηττηθεί όταν δηλαδή η μερίδα εκείνη του κόσμου που την ανέδειξε, τη στείλει ξανά στο πολιτικό περιθώριο. Δεν θα ηττηθεί πολιτικά και δεν θα πάψει να υπάρχει σε σημαντική μερίδα εκλογέων, ακόμη και αν όλοι οι σημερινοί βουλευτές της καθίσουν στο εδώλιο ως κατηγορούμενοι. Τονίζω και πάλι ότι το επιχείρημα αυτό επουδενί δεν απαλλάσσει τους χρυσαυγίτες από τυχόν ποινικές τους ευθύνες.

Εκείνο ωστόσο που μπορεί να γίνει είναι να απαγορευθεί το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όσα στελέχη της Χ.Α.ή και στον ίδιο τον φυρερίσκο, κριθεί δικαστικά και αμετάκλητα η συμμετοχή τους σε παράνομες ενέργειες. Πιστεύω ότι από τη στιγμή που η Χ.Α. είναι ένα τόσο προσωποπαγές κόμμα (ας μην ξεχνάμε το Führerprinzip – Αρχή του Αρχηγού που υποκαθιστά την Αρχή της Πλειοψηφίας) η πολύχρονη φυλάκιση του αρχηγού και των ηγετικών στελεχών μπορεί να ξεφουσκώσει τη Χ.Α. οργανωτικά και τουλάχιστον να σταματήσουν τα πογκρόμ βίας εναντίον αλλοδαπών μεταναστών και ημεδαπών «αντιφρονούντων». Αλλά και πάλι, ας μην βαυκαλιζόμαστε, η εν λόγω οργάνωση θα αποδυναμωθεί πραγματικά όταν η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος της γυρίσει την πλάτη.

Έχει διαπιστωθεί ότι η δράση αντιφασιστικών οργανώσεων μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάπτυξη των ακροδεξιών, ενώ η πιθανότητα για βίαια επεισόδια ανάμεσα σε φασίστες και αντιφασίστες μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά στη δράση των πρώτων. Δεν αρνούμαι τη χρησιμότητα της ύπαρξης των ομάδων αντιφασιστών, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που η αντιφασιστική δράση κατέληξε σε κάποια ΜΕΘ εφημερεύοντος νοσοκομείου. Ήταν αυτό πλήγμα στον ναζισμό; Δεν νομίζω. Αλλά ποιος ο λόγος να αντιμετωπίζεις τους ναζιστές με τα δικά τους όπλα; Ας μην λησμονούμε ότι για τους εθνικοσοσιαλιστές η βία είναι το μήνυμα και όχι το μέσο. Επομένως αν χρησιμοποιείται βία εναντίον τους επί της ουσίας τους δικαιώνει ηθικά. Αν παίξουμε αυτό το ιδιότυπο παίγνιο με τους όρους που θέτει η ναζιστική σέχτα, τότε εξ ορισμού νικήτρια είναι εκείνη και σίγουρα όχι το όποιο θύμα.

Για πολλούς, μία αυτόχρημα εναλλακτική λύση για την επιτυχημένη αντιμετώπιση της Χ.Α. είναι το αιματοκύλισμά της. Αλλά εάν πραγματοποιήσουμε αυτήν την επάνοδο στην βαρβαρότητα – την οποία η Χ.Α. πρεσβεύει – μέσω του ασπασμού της βίας που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον της, γιατί μετά οι χρυσαυγίτες να μην μπορούν να επαίρονται για το κατόρθωμα τους να μας βάλουν στο παιχνίδι τους, στον δικό τους τρόπο σκέψης; Η νύξη του Αγγελάκα ήταν σαφής όταν σε συναυλία του ακούστηκε το σύνθημα «Φασίστες, Κουφάλες, Έρχονται Κρεμάλες». Ο ίδιος φέρεται να απάντησε στο πλήθος με τα εξής λόγια «Ξέρετε ότι διαφωνώ με αυτό το σύνθημα. Η απάντηση στον φασισμό δεν είναι αυτή. Η απάντηση είναι η ψύχραιμη σκέψη. Να προσέξουμε το φασισμό που κρύβουμε όλοι μέσα μας» (LiFO, 2013)2. Κάπως έτσι δικαιώνεται και η προαναφερθείσα θέση μου περί ατομικής ευθύνης για την καταπολέμηση του φαινομένου. Αλλά το σημαντικό δεν είναι η δικαίωση της θέσης μου, όσο ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να αποδέχονται και να δηλώνουν με παρρησία ότι ο φασισμός δεν νικιέται με τα δικά του όπλα, στο δικό του γήπεδο και με τους δικούς του κανόνες. Εμείς, δηλαδή όλοι οι υπόλοιποι (κράτος και κοινωνία), πρέπει να θέσουμε τους κανόνες μέσα στους οποίους θα κληθεί να παίξει ο ναζισμός και αν είναι οι σωστοί νομοτελειακά θα χάσει.

Από την άλλη πλευρά δεν έχουν μόνο οι αντιφασίστες ευθύνη για τη «δικαίωση» των χρυσαυγιτών. Ένα άλλο ισχυρό όπλο του ναζισμού είναι και η σκληρή στάση του έναντι των μεταναστών. Όταν επομένως η κυβέρνηση και τα όποια κόμματα προσανατολίζουν τη μεταναστευτική πολιτική σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο (χωρίς βεβαίως βία) με γνώμονα να πλήξουν εκλογικά τη Χ.Α. και να απαντήσουν στις προκλήσεις της περί ανυπαρξίας κράτους, τότε συμβαίνει και πάλι το ίδιο. Δηλαδή η κυβέρνηση αυτή τη φορά παίζει το πολιτικό παιχνίδι με όρους που θέτει η ναζιστική οργάνωση και όχι με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας και τις βέλτιστες κοινωνικά λύσεις.

Η επονομαζόμενη «θεωρία των δύο άκρων» που συμψηφίζει την άνοδο της αριστεράς με το ναζισμό είναι αστεία και επαναφέρθηκε (ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τέχνασμα της δεξιάς του Καραμανλή και του Αβέρωφ) για αμιγώς πολιτικάντικους λόγους. Στον αντίποδα εξίσου αστεία είναι να ταυτίζεται η εθνικοσοσιαλιστική θεωρία και πράξη με το μνημόνιο, την οικονομική κρίση και τους κυβερνόντες. Αυτό που ουσιαστικά ξεχωρίζει τους ακραίους από τους μη ακραίους, τους φανατικούς από τους ψύχραιμους και τους λογικούς από τους παράλογους είναι η βία και όχι η ιδεολογία, ακόμη και αν αυτή αναφέρεται στο «εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες». Η βία από όπου πραγματικά και αν προέρχεται δεν μπορεί παρά να είναι καταδικαστέα. Δεν μπορεί παρά να αποτελεί την κρίσιμη εκείνη τομή που μας διαχωρίζει από το παρελθόν και τη «βαρβαρότητα». Άλλωστε όπως ο Φ. Γεωργελές δήλωσε σε ανύποπτο χρόνο «Η βία δεν έχει ταυτότητα. Η βία είναι ταυτότητα».

Θέλω να κλείσω την συγκεκριμένη δουλειά μου με μία ρήση του Μάνου Χατζιδάκι που για εμένα εκφράζει απόλυτα τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να δείχνουμε κανενός είδους ανοχή στον ναζισμό και σε όλα του τα πρόσωπα:

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά».

Ας κοιτάξουμε λοιπόν το ναζισμό με συνθετικό και όχι «αφοριστικό» βλέμμα, ώστε να μπορεί να κανείς μελλοντικά να γράψει έναν καλύτερο επίλογο της Χρυσής Αυγής του Ναζισμού από αυτόν που εδώ επιχειρώ.

ΥΓ1: Στα παιδιά που γεννήθηκαν και μορφώθηκαν στην Ελλάδα, καίτοι δεν πήραν ποτέ την ιθαγένεια.

ΥΓ2: Το παρόν άρθρο γράφτηκε επ’ αφορμής του μαθήματος «Πολιτισμική Γεωγραφία – Ανθρωπολογία του Χώρου» υπό τον καθ. Γ. Φραγκόπουλο.


1Ψαρράς, Δ., 2012. Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής: Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας. (online) 26 Oct. Available at: Accessed 5 Jan. 2014.

2LiFO, 2013. Το σύνθημα ‘Φασίστες Κουφάλες, Έρχονται Κρεμάλες’ στη συναυλία του Αγγελάκα. (online) LiFO. Available at: Accessed 26 Jan. 2014.

*Ο Αυγερινός Βλάχος είναι φοιτητής χωροταξίας, πολεοδομίας και ανάπτυξης στην Πολυτεχνική Σχολή του Α.Π.Θ., blogger και μέλος των “Δυναμικών Νέων”.