Συνήθως οι ευρωεκλογές αντιμετωπίζονται από πολλούς ως ένα πανελλαδικό γκάλοπ για τις εθνικές εκλογές, σημάδι και αυτό της ελλιπούς πολιτικής μας παιδείας, αλλά και της ελλιπούς ενσωμάτωσης των Ευρωπαϊκών διακυβευμάτων στον πολιτικό βίο της χώρας. Σίγουρα όμως οφείλεται και στην αποτυχία της ίδιας της Ευρώπης να περάσει σε ένα πιο πολιτικό στάδιο πέρα από αυτό της κοινής αγοράς.

Στην Ελλάδα εισέρρευσαν εκατοντάδες δις ευρώ από την είσοδό μας στην ΕΟΚ μέχρι και σήμερα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης, ή ακριβέστερα της μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας, ήταν εντυπωσιακοί παρόλο που η παραγωγική βάση της χώρας, από δική μας κυρίως αδράνεια, δεν ενισχύθηκε και δεν έγινε σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Μεγάλο μάλιστα μέρος αυτού του χρήματος επέστρεψε, μέσω των εισαγωγών, πίσω.Είναι λίγο πολύ γνωστό το πώς φτάσαμε στην κρίση, και ακόμα και οι σφοδρότεροι πολέμιοι του μνημονίου, ομολογούν σήμερα πως οι ευθύνες είναι κυρίως δικές μας.

Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει πως η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες του Νότου θα μπορούσαν μόνες τους να επιλύσουν τα προβλήματα τους εντός ευρώ, φροντίζοντας απλά και μόνο να έχουν τακτοποιημένα τα δημοσιονομικά τους. Μπορεί να έχει μια χώρα δημοσιονομικό πλεόνασμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα έχει πλεόνασμα και στο εμπορικό της ισοζύγιο. Ούτε σημαίνει πως το πλεόνασμα καταπολεμά την ανεργία ή βοηθά πάντα στην ανάπτυξη. Όλοι παραδέχονται σήμερα πως η αρχιτεκτονική του Ευρώ είναι προβληματική και δεν ομογενοποιεί τους δείκτες στις οικονομίες των κρατών μελών ακόμα και αν κάνουν χρηστή διαχείριση στα δημοσιονομικά τους. Ο αιφνιδιασμός που δέχτηκαν οι εταίροι μας με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, αποκαλύπτει πως τα θεμέλια της νομισματικής ένωσης δεν ήταν ούτε γερά, ούτε και έφταναν για να υποστηρίξουν ένα τόσο σύνθετο και δυναμικό οικοδόμημα όπως η Ευρωζώνη και με ένα εξίσου σύνθετο αλλά και θολό τραπεζικό σύστημα.

Η κριτική που ασκείται λοιπόν στην Ευρώπη, αν εξαιρέσει βέβαια κανείς τις συνομωσιολογικές ή τις εθνολαϊκιστικές προσεγγίσεις, όχι μόνο έχει βάση, αλλά πρέπει να προσθέσουμε πως εκτός από τα θεσμικά και πολιτικά ελλείμματα, υπάρχει και η ιδεολογική διάσταση στα αίτια αυτής αποτυχίας. Η συντηρητική ΕΕ με το δόγμα της σκληρής λιτότητας και με προγράμματα που είχαν κυρίως οριζόντια χαρακτηριστικά, και χωρίς προσεκτική μελέτη των συνθηκών που επικρατούσαν στις προβληματικές οικονομίες, δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την κρίση χωρίς κοινωνικό κόστος για τους λαούς που είχαν το πρόβλημα.

Σε σύγκριση με τους οικονομικούς γίγαντες στον παγκόσμιο χάρτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Ευρωζώνη, έχει πολύ λίγα μέσα για να αντιμετωπίσει τόσο τον διεθνή ανταγωνισμό,όσο και τις μεταβολές στην κίνηση του κεφαλαίου. Η ΕΚΤ είναι με δεμένα τα χέρια, οι διαθέσιμοι μηχανισμοί παροχής ρευστότητας είναι δύσκαμπτοι και σίγουρα δεν υπάρχει η θεσμική ευελιξία ώστε να εξισορροπείται το σύστημα χωρίς μεγάλο ρίσκο ή κόστος για τα Κράτη μέλη.

Ο ίδιος ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά περιορισμένος, στο 1,23% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ, την ώρα που ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός στην Αμερική είναι 24% του ΑΕΠ της. Αν ρίξουμε μια ματιά στα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων στις χώρες που σήμερα είναι σε προγράμματα εξυγίανσης και στις χώρες που έχουν πλεονάσματα, θα διαπιστώσουμε πως αντί σύγκλισης, αναπαράγεται η απόκλιση και η μεγαλώνει η ψαλίδα.

Το επιχείρημα των συντηρητικών πως με σκληρή λιτότητα και μηδενικά δημοσιονομικά ελλείμματα τα αδύναμα κράτη θα αναπτυχθούν αφού θα γίνουν ανταγωνιστικά, έστω και αργά,εκτός από κοινωνικά σκληρό είναι και λάθος. Από την στιγμή που δεν γίνεται όλα τα κράτη μέλη να έχουν ταυτόχρονα θετικό εξωτερικό ισοζύγιο, και αφού δεν υπάρχει ενιαίο ή εγγυημένο επιτόκιο για εξίσου υγιείς επιχειρήσεις σε βορρά και νότο, το κόστος δανεισμού θα εκτοπίσει την καλή επιχείρηση στον Νότο και θα επικρατήσει η λιγότερη αποδοτική στο Βορρά λόγω του ευνοϊκότερου επιτοκίου με το οποίο δανείζεται η τελευταία. Το ίδιο ισχύει και για το κόστος ενέργειας, τις υποδομές,τις μεταφορές, τα δημογραφικά στοιχεία, και βέβαια, για την μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε.

Η πολιτική αναξιοπιστία της Ελλάδας που την οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας αναγκάζοντάς την να δεχθεί σκληρότατους όρους δανεισμού και λιτότητας για να μην πτωχεύσει,μείωσε εκτός από την εθνική κυριαρχία μας και την ένταση της φωνής μας σε θέματα που η Ευρώπη έχει κάνει και λάθη, παραλείψεις αλλά και σαφείς ιδεολογικές,συντηρητικές επιλογές.

Γιʼαυτό οι ευρωεκλογές αυτές είναι ιστορικά οι σημαντικότερες για την Ελλάδα. Θα κριθεί το αν η Ευρώπη θα δεχτεί να αποκτήσει μια πολιτική ταυτότητα εν πλήρει συνειδήσει και εξουσία,προχωρώντας στο επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας της, ή θα επιμείνει στον δειλό,συντηρητικό και εν τέλει αναποτελεσματικό τρόπο με τον όποιο προσπαθεί σήμερα να επιλύσει την κρίση. Ακόμα και το ΔΝΤ μιλάει σήμερα για ισχνή ανάπτυξη και για ανάγκη χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.

Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, έχουν μια πολύ προωθημένη, μελετημένη και ξεκάθαρη ατζέντα γύρω από τον νέο ρόλο της Ευρώπης, για τα θεσμικά και οικονομικά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιηθούν ώστε το Ευρωπαϊκό όραμα, και το μοντέλο του κοινωνικού κράτους να μην συνθλιβούν από συντηρητικές ολιγωρίες, από τους ευρωσκεπτικιστές που αρνούνται να παραχωρήσουν εθνική ισχύ αποφεύγοντας να δουν την μεγάλη εικόνα. Χρειάζεται η ενίσχυση του ΕΣΚ για να ακουστεί δυνατότερα το αίτημα για ομοσπονδιοποίηση, για δημοκρατικότερη λειτουργία της Ε.Ε, πραγματική σύγκλιση και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης είναι το επόμενο μεγάλο βήμα μετά την ΟΝΕ.

Η Ελιά, μέλος του ΕΣΚ, στηρίζει τον Μάρτιν Σούλτς για την Προεδρία της Ε.Ε γιατί πρέπει να γίνει αυτή η φωνή δυνατότερη, και στις 25 Μαΐου θα δώσουμε την μάχη ώστε οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες να είναι πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ο Μάνος Επιτροπάκης, είναι μουσικός, Υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την Ελιά