Η λαϊκή ετυμηγορία είναι σαφής και οφείλουμε όλοι να τη σεβαστούμε. Η νέα κυβέρνηση, αν και δημιούργησε σε όλη τη Ευρώπη σκεπτικισμό για την ετερόκλητη σύνθεσή της με έναν εταίρο που αφίσταται βασικών ευρωπαϊκών αξιών, έχει να φέρει εις πέρας μια σύνθετη λαϊκή εντολή. Να ανακουφίσει τη χώρα από πέντε συνεχόμενα χρόνια σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής και ταυτόχρονα να την κρατήσει πάση θυσία εντός του ευρώ, χωρίς να αλλάξει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της. H στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις είναι αυτονόητη. Είναι αφελές να θεωρούν ορισμένοι ότι υπάρχουν Έλληνες πολίτες που επιθυμούν την αποτυχία της κυβέρνησης σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία.
Διαπραγμάτευση όμως σημαίνει ότι υπάρχει σχέδιο και για το χρέος και για την οικονομία και για το κράτος. Τα σχέδια για την διευθέτηση του χρέους είναι γνωστά και περιλαμβάνουν από κούρεμα μέχρι ισοδύναμα μέτρα (επιμήκυνση αποπληρωμής, μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, χαμηλό σταθερό και όχι κυμαινόμενο επιτόκιο). Οι νέοι σύμβουλοι της ελληνικής κυβέρνησης (η εταιρεία Lazard) που ήταν και σύμβουλοι προηγούμενων κυβερνήσεων (και σύμβουλοι στη διαδικασία PSI) γνωρίζουν τα σενάρια πολύ καλά. Εκεί που φαίνεται να μην υπάρχει κανένα σχέδιο ή να υπάρχει σχέδιο οπισθοδρόμησης είναι στο τεράστιο ζήτημα του αναπροσανατολισμού του παραγωγικού ιστού της χώρας και της διασφάλισης συνθηκών υγιούς επιχειρηματικότητας και ελεύθερης οικονομίας. Τα σχέδια ανακούφισης των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας είναι καλοδεχούμενα, αλλά η κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει ακόμη και σήμερα για τον τρόπο χρηματοδότησής τους.
Η ελληνική κρίση εξ αρχής είχε δύο σκέλη ένα ελληνικό και ένα ευρωπαϊκό. Κρίση δημοσιονομική στην Ελλάδα (εξωφρενικό πρωτογενές έλλειμμα 24 δις ευρώ το χρόνο και τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 15% ) και κρίση χρηματοπιστωτική και ανταγωνιστικότητας στην ΕΕ. Η κρίση βρήκε την ΕΕ θεσμικά απροετοίμαστη: καθυστέρησε να δράσει, στη συνέχεια περιπτωσιολόγησε με ημίμετρα κατά χώρα και τελικά δεν αντιμετώπισε το συνολικό θεσμικό της έλλειμμα. Ακολουθώντας το γερμανικό μοντέλο (λιτότητα και μεταρρυθμίσεις), μετέτρεψε την παγκόσμια κρίση σε δική της, εσωτερική. Οι επιθυμητές θεσμικές αλλαγές στην Ευρώπη μπορεί να καθυστερήσουν για πολλά χρόνια, αλλά μέχρι τότε πρέπει η χώρα να σταθεί στα πόδια της. Από το 2010 η χώρα πέτυχε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, μείωσε δραστικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και δεν βρίσκεται πλέον στην τραγική δημοσιονομική κατάσταση του 2009. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν όμως να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα αίτια του ελληνικού σκέλους της κρίσης. Παρά τη μεταρρυθμιστική ρητορική τους, δεν έχουν να επιδείξουν παρά ελάχιστες μεταρρυθμίσεις και αυτές κυρίως στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Επιχείρησαν κάποιες που, όμως, τις μπλόκαραν ετερόκλητες δυνάμεις από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος (ΕΡΤ), ορισμένες δεν τις επιχείρησαν καν (φορολογικό) και κάποιες τις αποδυνάμωσαν (ΑΕΙ). Από τον Μάρτιο του 2014 και μετά κάθε μεταρρυθμιστική δυναμική εξέλιπε και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος πλειοδοτεί σε λαϊκισμό.
Έχουν χαθεί 10 πολύτιμοι μήνες και θα χαθούν και άλλοι, αν η κυβέρνηση εφαρμόσει εξαγγελίες που θα πάνε την χώρα πολλά χρόνια πίσω – ισοπέδωση των αλλαγών στην παιδεία, κατάργηση αντί για βελτίωση κάθε διαδικασίας αξιολόγησης, άρση ιδιωτικοποιήσεων πολλές από τις οποίες έχουν συμφωνηθεί πρωτίστως στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ για την καταπολέμηση των μονοπωλίων, διαφαινόμενη κομματικοποίηση των δημόσιων ΜΜΕ (όπως έκανε βέβαια και η προηγούμενη κυβέρνηση), αν ισχύουν πρόσφατα δημοσιεύματα.
Στη δύσκολη συγκυρία που περνάμε ευχόμαστε στην κυβέρνηση να πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα για την διευθέτηση του χρέους της χώρας. Στο εσωτερικό μέτωπο, όμως, οι εξαγγελθείσες οπισθοδρομήσεις δεν εμπνέουν καμία αισιοδοξία και δεν συμβάλλουν στην εικόνα μιας χώρας που θέλει πραγματικά να αλλάξει. Οι οπισθοδρομήσεις αυτές συνοδεύονται από μια μεταρρυθμιστική ρητορική. Θα δώσουμε εύλογο χρονικό διάστημα στην κυβέρνηση και θα είμαστε δίπλα της, αν κάνει πράξη όσα εξήγγειλε για την πάταξη της φοροδιαφυγής και των μονοπωλίων/ολιγοπωλίων. Ξεκινάει όμως με ένα ισχυρό μειονέκτημα. Τη συκοφάντηση κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας των προηγούμενων κυβερνήσεων, που συσσώρευσε στην κοινωνία μια έντονα αντιμεταρρυθμιστική διάθεση. Γιατί και αυτή η κυβέρνηση, για να πετύχει στους μεταρρυθμιστικούς της στόχους, πρέπει να αντιμετωπίσει την αντίσταση όχι μόνον των αντίπαλων, αλλά και των φίλιων κοινωνικών ομάδων. Εκεί που θα επιχειρήσει τομές με το παρελθόν θα βρει την υποστήριξή μας, εκεί που θα επιχειρήσει οπισθοδρόμηση θα μας βρει αντίθετους.