Του Ορέστη Καλογήρου*
Τους πρώτους μήνες του 2011, όταν άρχισαν να φαίνονται ανάγλυφα τα σημάδια της οικονομικής κρίσης αναπτύχθηκε ένας πλούσιος δημόσιος διάλογος στις εφημερίδες, στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα σχετικά με την επείγουσα ανάγκη αλλαγής και ανανέωσης του πολιτικού συστήματος. Όσο βάθαινε η οικονομική κρίση, τόσο περισσότερο γινόταν καθαρό, ότι παράλληλα αναπτυσσόταν μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Σταδιακά έγινε σαφές, ότι η πολύπλευρη κρίση της χώρας έχει δύο όψεις.
Μία παγκόσμια και ευρωπαϊκή και μία καθαρά ελληνική. Για μεγάλο διάστημα υπήρξαν, και συνεχίζουν να υπάρχουν, δύο διαφορετικές αφηγήσεις, με την πρώτη να δίνει το βάρος αποκλειστικά στο ευρωπαϊκό σκέλος της κρίσης και η δεύτερη αποκλειστικά στο ελληνικό. Σήμερα, όντας πιο σοφοί, γνωρίζουμε, ακόμη κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, ότι τα δύο αυτά σκέλη είναι συναρθρωμένα και αλληλοτροφοδοτούμενα. Όμως, τα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα επισκίασαν γρήγορα την συζήτηση για την υπέρβαση της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Οι αναλύσεις για την επείγουσα ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης, για την ανάγκη να θεσπιστούν μικρές εκλογικές περιφέρειες, βουλή των 200, πρόβλεψη για δύο μόνον θητείες, κατάργηση βουλευτικών προνομίων, αναθεώρηση του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας, δραστική μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων, υποχρεωτική ονομαστικοποίηση του πολιτικού χρήματος, μοιάζει να έχουν δυστυχώς ξεχαστεί.
Η περιπέτεια των πρόσφατων αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, ο κατακερματισμός των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας, η ανάγκη δημιουργίας πολυκομματικών κυβερνητικών πλειοψηφιών, έθεσαν επιτακτικά ένα βασικό συστατικό του πολιτικού συστήματος, το ζήτημα του εκλογικού νόμου. Η κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων έβαλε στη συζήτηση την ανάγκη διαμόρφωσης νέων όρων διαφάνειας, υπευθυνότητας και αξιοπιστίας.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η θωράκιση της δημοκρατίας απαιτεί την μετεξέλιξη όλων των κομματικών σχηματισμών, σε δημοκρατικά πολιτικά κόμματα, ανοιχτά στα μηνύματα της κοινωνίας, με διαφάνεια στα οικονομικά τους και τακτικό απολογισμό των ηγεσιών στα μέλη και τους φίλους. Αντί όμως για όλα αυτά, δημιουργείται στον πολίτη η εντύπωση, ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, συμπεριφέρεται ως εάν να βρισκόμαστε ακόμη στην προ της κρίσης εποχή. Συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις επιθυμίες και τα συμφέροντα συντεχνιακών ομάδων ή και απλώς ομάδων “αδικημένων” πολιτών, αντί να βάζει μπροστά το δημόσιο συμφέρον, το γενικότερο κοινωνικό όφελος. Αν κάτι όμως μας δίδαξε η κρίση είναι, ότι η άκρατη προστασία των επί μέρους συμφερόντων αποβαίνει σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας. Δεν είναι ζήτημα πολιτικής συμπεριφορά, αλλά θεσμικής θωράκισης της δημοκρατίας.
Η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος επείγει και εκκρεμεί. Η συζήτηση πρέπει να ξαναρχίσει.
*Ο Ορέστης Καλογήρου είναι Καθηγητής στο ΑΠΘ.