Του Ηλία Μόσιαλου
Με την αντιστοίχηση της πολιτικής με την οικονομική αποκέντρωση, ο περιφερειάρχης και το περιφερειακό συμβούλιο θα ελέγχονται με βάση τα πεπραγμένα τους αναφορικά με τον προϋπολογισμό που τους αναλογεί.
Σήμερα υπάρχουν τρεις σημαντικές ασυμμετρίες στη λειτουργία των περιφερειών. Η πρώτη αφορά την ασυμμετρία της σχέσης πολιτικής και οικονομικής αποκέντρωσης. Η πολιτική αποκέντρωση δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη οικονομική αποκέντρωση. Αυτό με ένα τρόπο θα μπορούσε να γίνει, με την μερική αντικατάσταση του συστήματος μεταβιβαστικών πληρωμών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό στη δυνατότητα άντλησης από τις περιφέρειες απευθείας πόρων από τοπική φορολόγηση (που θα αντικαθιστούσε μέρος της γενικής φορολόγησης των πολιτών από την κεντρική διοίκηση). Η παραπάνω προσέγγιση (που εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες που έχουν επιτυχημένα συστήματα περιφερειακής συγκρότησης) προσκρούει σε συνταγματικά κωλύματα, γι’ αυτό και στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση η άρση αυτών των εμποδίων πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα.Σήμερα υπάρχουν τρεις σημαντικές ασυμμετρίες στη λειτουργία των περιφερειών.
Συνέπεια της παραπάνω ασυμμετρίας είναι μια δεύτερη που αφορά στο επίπεδο λογοδοσίας. Εύκολα τοπικοί άρχοντες, που δεν είναι αποτελεσματικοί, μπορούν να επιδοθούν σε διαγωνισμό λαϊκισμού και να φορτώσουν όλες τις αδυναμίες τους στην «ανάλγητη» κεντρική εξουσία που υποχρηματοδοτεί τις περιφέρειες.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη ασυμμετρία και αφορά το μέγεθος. Εδώ από τη μια έχουμε μια περιφέρεια-κράτος όπως είναι η Αττική, μια μεγάλη περιφέρεια (Κεντρική Μακεδονία) και ένδεκα σαφώς μικρότερες περιφέρειες. Η σημερινή κατανομή των 13 περιφερειών δημιουργεί πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία έξι ή επτά περιφερειών. Για παράδειγμα δεν είναι σαφές ποιοι λόγοι επιβάλλουν την περιφερειακή διάσπαση της Πελοποννήσου ή της Μακεδονίας.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η ουσιαστική αποκέντρωση πρέπει να έχει τρεις πυλώνες. Πρώτος πυλώνας είναι η οικονομική αυτοτέλεια με θεσμοθετημένους και συνταγματικά τοπικούς πόρους. Οι περιφέρειες θα έχουν το δικό τους προϋπολογισμό, που δεν θα μπορούν να παραβιάζουν. Δεύτερος πυλώνας είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού αντιστάθμισης των περιφερειακών ανισοτήτων. Αυτές θα εξισορροπούνται από μια κεντρική χρηματοδότηση (με βάση ποσοτικούς, αλλά και ποιοτικούς δείκτες) προς τις περιφέρειες, το ΑΕΠ των οποίων βρίσκεται κάτω από το 80% του εθνικού ΑΕΠ για παράδειγμα. Θα υπάρχουν επίσης συγκεκριμένες δεσμεύσεις που θα πρέπει να εκπληρώνουν για να καταβάλλεται επιπλέον χρηματοδότηση. Ο τρίτος πυλώνας σχετίζεται με την ασυμμετρία που αφορά στο επίπεδο λογοδοσίας. Σύμφωνα με την πρότασή μου, με την αντιστοίχηση της πολιτικής με την οικονομική αποκέντρωση, ο περιφερειάρχης και το περιφερειακό συμβούλιο θα ελέγχονται με βάση τα πεπραγμένα τους αναφορικά με τον προϋπολογισμό που τους αναλογεί. Έτσι θα αποκτήσει και ουσιαστικό περιεχόμενο η περιφερειακή αποκέντρωση στις υπηρεσίες υγείας και παιδείας, καθώς και στις αρμοδιότητες περιφερειακής ανάπτυξης και διαχείρισης του ΕΣΠΑ. Είναι επίσης αναγκαίο να περάσουμε από το στάδιο της προληπτικής και κατασταλτικής εποπτείας των περιφερειών, η οποία βελτιώθηκε σημαντικά με τον Καλλικράτη, σε έναν εποπτικό μηχανισμό, ο οποίος θα αξιολογεί τις περιφέρειες και τους ΟΤΑ με βάση συγκεκριμένους μετρήσιμους δείκτες αποδοτικότητας και παραγωγικότητας. Ο σημερινός νομικός έλεγχος, απαραίτητος καθ’ όλα, πρέπει να συμπληρωθεί από μια αντικειμενική αξιολόγηση στη βάση ελέγχων μέτρησης αποτελεσματικότητας, παραγωγικότητας, επίτευξης αναπτυξιακών στόχων και ισοτιμίας.
Τέλος, πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των περιφερειακών συμβούλων οι οποίοι σήμερα είναι υπερτριπλάσιοι των βουλευτών. Προτείνω να εκλέγονται 30 ανά περιφέρεια, στις 7 περιφέρειες. Στόχος είναι η προσέλκυση και ανάδειξη, στο αναβαθμισμένο περιφερειακό επίπεδο, ικανών ανθρώπων, οι οποίοι και θα αναλαμβάνουν τη διαχείριση πιο συγκεκριμένων και ουσιαστικών καθηκόντων αποτελώντας ταυτόχρονα μια ‘δεξαμενή’ ανανέωσης του κεντρικού πολιτικού προσωπικού. Η αλλαγή αυτή μπορεί να συνδυαστεί με την μείωση του αριθμού των βουλευτών στους 150 η 200 και την παράλληλη αναβάθμιση του ρόλου τους με τον πλήρη διαχωρισμό της εκτελεστικής από την νομοθετική εξουσία σε επίπεδο προσώπων.