Του Δημήτρη Σκάλκου
Είναι ορθότερο να μιλάμε για “φιλελευθερισμούς” παρά για έναν μοναδικό “φιλελευθερισμό”.
Η σημερινή Ελλάδα είναι μια χώρα σε μετάβαση. Στα επόμενα χρόνια και κάτω από τις πιέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού περιβάλλοντος, οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί βαθμιαία θα προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η εγχώρια και η ευρωπαϊκή κρίση. Η Ελλάδα της επόμενης μέρας θα έχει έναν, περισσότερο ή λιγότερο, συρρικνωμένο δημόσιο τομέα, και μια, περισσότερο ή λιγότερο, απορρυθμισμένη ιδιωτική οικονομία. Ταυτόχρονα, θα έχει αναδυθεί μία νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα καθώς και μια νέα πολιτική τάξη για να τις διαχειριστεί. Είναι φανερό ότι, η δημοσιονομική ανάταξη και η απαλλαγή της οικονομίας από θεσμικές ακαμψίες και στρεβλώσεις του παρελθόντος δεν επαρκούν προκειμένου να αλλάξει ουσιαστικά η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.“Ο συντηρητικός αναζητά βεβαιότητες,ο μεταρρυθμιστής χρειάζεται ιδανικά”.
Ντισραέλι
Οι εγχώριοι φιλελεύθεροι που τα προηγούμενα χρόνια εξάντλησαν το δυναμισμό τους στην αποδόμηση του κρατισμού, πρέπει σήμερα να προσδώσουν στο φιλελεύθερο πρόγραμμα ένα θετικό περιεχόμενο. Πρέπει να προσφέρουν ένα όραμα της «καλής κοινωνίας» που επιθυμούν και να διατυπώσουν έναν ενδεικτικό «οδικό χάρτη» για την επίτευξή της. Δεν αρκεί η καταδίκη των άλλοτε κυρίαρχων πρακτικών που (επιτέλους!) σήμερα εγκαταλείπονται στη λήθη του παρελθόντος. Είναι αναγκαίο οι έλληνες φιλελεύθεροι να σκεφτούν και να μιλήσουν για το «μετά» κερδίζοντας τα μυαλά και τις καρδιές των πολιτών.
Το ποτάμι του φιλελευθερισμού εκβάλει σε πολλές και διαφορετικές όχθες. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, είναι ορθότερο να μιλάμε για «φιλελευθερισμούς» παρά για έναν μοναδικό «φιλελευθερισμό». Από τον κλασσικό φιλελευθερισμό του Άνταμ Σμιθ, το βρετανικό Νέο Φιλελευθερισμό των αρχών του εικοστού αιώνα και τη γερμανική «κοινωνική οικονομία της αγοράς» της μεταπολεμικής περιόδου, μέχρι τον «υψηλό φιλελευθερισμό» του Ρωλς και το σύγχρονο «νέο-κλασσικό φιλελευθερισμό» του Τομάσι, ο φιλελευθερισμός σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ένα σώμα δογματικών και αμετάβλητων στο χρόνο και τον τόπο πεποιθήσεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν θεωρούμε ότι, το είδος του φιλελευθερισμού που μπορεί να ωφελήσει περισσότερο τη χώρα έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
-Ο φιλελευθερισμός πρέπει να είναι ριζοσπαστικός. Η εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαντλήσει τη φιλελεύθερη ατζέντα. Η προγραμματική συμφωνία των πολιτικών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση αναμφίβολα συμβάλει στην αναγκαία αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας και την παραμονή στην ευρωζώνη, καθόλου όμως δεν περιλαμβάνει προβλέψεις για μια σειρά ζητημάτων από την αντιμετώπιση των οποίων θα εξαρτηθεί η μελλοντική πορεία της χώρας. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να αποφύγουμε την καταστροφή μιας «ευρωπαϊκής Αργεντινής», εξίσου σημαντικό είναι να αποτρέψουμε την ανάδυση ενός «Μεξικού της Μεσογείου». Ένας ενδεικτικός κατάλογος αναγκαίων παρεμβάσεων περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν στη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος (χρηματοδότηση των κομμάτων, λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, ρόλος της κοινωνίας των πολιτών), ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, την αποτελεσματική μέριμνα για τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας μας, την επιλογή ενός παραγωγικού μοντέλου προσανατολισμένου στην απασχόληση, τη διασφάλιση της κοινωνικής κινητικότητας μέσα από τις ευκαιρίες που διασφαλίζει κύρια η ελεύθερη πρόσβαση σε ένα υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικό σύστημα.
-Ο φιλελευθερισμός πρέπει να είναι πραγματιστικός. Δεν υπάρχουν (ευτυχώς!) οδηγίες κατασκευής και χρήσης για την ανάπτυξη της ανοιχτής κοινωνίας. Όπως επεσήμανε παλαιότερα ο Economist, ακόμη και η πολιτική της Θάτσερ ήταν περισσότερο πραγματιστική από όσο πιστεύεται. Ο φιλελευθερισμός, από την εποχή του Μιλλ, δεν αποσκοπεί στην ελευθερία των αγορών αλλά στην ελευθερία των ατόμων (και αυτά τα δύο σχετίζονται αλλά δεν ταυτίζονται). Η «μηχανιστική» και σχεδόν ανακλαστική άνευ όρων υποστήριξη των αγορών και των επιχειρήσεων δεν επιφέρει πάντοτε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Συχνά, όπως επισημαίνει ο φιλελεύθερος αμερικανός οικονομολόγος Luigi Zingales, χρειάζεται «να σώσουμε τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές».
Οι αγορές επιταχύνουν και πολλαπλασιάζουν με μοναδικό τρόπο τα αποτελέσματα των οικονομικών συναλλαγών, δεν διασφαλίζουν όμως κατ’ ανάγκη την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Όπως παρατήρησε ο αυστριακός στοχαστής Καρλ Πόπερ στην εμβληματική Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, «ακόμη και αν το κράτος προστατεύει τους πολίτες του από τη φυσική βία (όπως και κάνει, στο σύστημα του ανεμπόδιστου καπιταλισμού), μπορεί να αποτύχει στην προστασία τους από την οικονομική εξουσία. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι οικονομικά ισχυροί είναι ελεύθεροι να παρενοχλούν τον οικονομικά αδύναμο». Ο φιλελευθερισμός οφείλει να μεριμνά και να προτείνει εκείνες τις θεσμικές παρεμβάσεις που αντιμετωπίζουν το συγκεντρωτισμό και την αυθαιρεσία της πολιτικής και οικονομικής δύναμης από όπου κι αν προέρχονται.
-Ο φιλελευθερισμός πρέπει να είναι προοδευτικός. Δεν αγνοεί τα ζητήματα της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας. Γνωρίζει ότι οι αγορές εδράζονται σε ηθικές αξίες και ότι η κατανομή των ωφελημάτων τους και ο τρόπος της λειτουργίας τους επηρεάζει και επηρεάζεται από την πολιτική στήριξη που απολαμβάνουν και την κοινωνική συναίνεση που οικοδομούν. Η διάχυση των ωφελημάτων των αγορών σε ευρείες ομάδες του πληθυσμού και η δίκαιη αποζημίωση των «χαμένων» των μεταρρυθμίσεων, καθώς και ένα κοινωνικό «δίχτυ ασφαλείας» που αποτρέπει την κοινωνική περιθωριοποίηση και διασφαλίζει τη συμμετοχή στην οικονομική ζωή, αποτελούν τον πυρήνα της σύγχρονης φιλελεύθερης προβληματικής.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ένας ριζοσπαστικός και προοδευτικός φιλελεύθερος προγραμματικός λόγος, προσαρμοσμένος στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, (πρέπει) να είναι σε θέση να προσδώσει θετικό πρόσημο στις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις. Αυτός είναι ο φιλελευθερισμός που ταιριάζει στην μετά την κρίση Ελλάδα και για τον οποίο αξίζει να αγωνίζεται κάποιος.