Του Ορέστη Καλογήρου*
Η πλειοψηφία των υπουργών επέλεξε την ακινησία, την αδράνεια ακόμη και την καθυστέρηση των δημοσιονομικών προσαρμογών, όχι για το καλό των πολιτών, αλλά για να μην εισπράξουν το «πολιτικό κόστος».
Ελάχιστοι υπουργοί μιας κυβέρνησης έπαιρναν στα σοβαρά τον ρόλο τους και επιχειρούσαν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στον χώρο ευθύνης τους.
Στα χρόνια πριν από την κρίση μια προσφιλής δημοσιογραφική αποστροφή ήταν η κοινότοπη έκφραση «εκλογικός κύκλος».
Υποτίθεται ότι οι νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις ξεκινούσαν με ένα φιλόδοξο σχέδιο αλλαγών που είχαν «πολιτικό κόστος» και τελείωναν τη θητεία τους με το μόνο που ήξεραν ουσιαστικά να κάνουν, παροχές κάθε είδους προς όλες τις κοινωνικές ομάδες. Στο ενδιάμεσο ήταν απασχολημένες με τη μικροδιαχείριση των παροχών και των διευθετήσεων. Ο κύκλος αυτός είχε περίοδο τη θητεία μιας «δεδηλωμένης». Ένας άλλος ενδιαφέρων κύκλος ήταν αυτός που κατ’ ευφημισμό ονομάζω «(αντι)μεταρρυθμιστικός κύκλος».
Ελάχιστοι υπουργοί μιας κυβέρνησης έπαιρναν στα σοβαρά τον ρόλο τους και επιχειρούσαν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στον χώρο ευθύνης τους. Οι αντιδράσεις από τις δυνάμεις της αδράνειας ήταν τέτοιες, ώστε και οι λίγες αλλαγές που περνούσαν νομοθετικά αδρανούσαν με διάφορους τρόπους κατά τη διάρκεια της θητείας του επόμενου υπουργού, ακόμη και της ίδιας κυβέρνησης. Ήταν η πολιτική «δεν πειράζω τίποτα και κανέναν, για να έχω ήσυχο το κεφάλι μου». Η κρίση άλλαξε (και αυτά) τα δεδομένα. Στην πρώτη φάση εμφανίστηκαν ελάχιστοι υπουργοί που ανέλαβαν να κάνουν πράξη το αυτονόητο.
Παράλληλα με τις σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές, αναγκαίες για να μη χρεοκοπήσει η χώρα, επιχείρησαν μεγάλες ανατροπές σε νευραλγικούς χώρους όπως η παιδεία, η υγεία, η δημόσια διοίκηση. Η πλειοψηφία όμως των υπουργών επέλεξε την ακινησία, την αδράνεια ακόμη και την καθυστέρηση των δημοσιονομικών προσαρμογών, όχι για το καλό των πολιτών, αλλά για να μην εισπράξουν το «πολιτικό κόστος». Στη δεύτερη φάση της κρίσης, αυτή που διανύουμε σήμερα, το είδος των μεταρρυθμιστών υπουργών έχει εκλείψει τελείως. Αυτό ίσως αδικεί 1-2 υπουργούς, που ό,τι κάνουν, το κάνουν με τόσο αργούς ρυθμούς, ώστε δεν γίνεται σαφές, αν πρόκειται για (αργές) μεταρρυθμίσεις ή για μια από τα ίδια.
Στην πραγματικότητα, εκπλήσσεται κανείς από την ηχηρή απουσία κυβερνητικού έργου. Η κυβέρνηση μοιάζει να ξυπνά μόνο όταν «έρχεται η τρόικα». Ένα μέρος της προσπαθεί πανικόβλητο να ετοιμάσει τα «παραδοτέα» και ένα μέρος της παριστάνει ότι «ορθώνει τα στήθη της». Ο γράφων είναι μεταξύ όσων πιστεύουν ότι κουτσά-στραβά η κυβέρνηση αυτή διεκπεραιώνει τον στόχο της δημοσιονομικής προσαρμογής και άρα τον στόχο της παραμονής στο ευρώ, και καλά κάνει. Η επόμενη εναλλακτική είναι ο εφιάλτης που έζησε η Κύπρος για μια εβδομάδα. Όμως, όπως λέει ο Τίτος Πατρίκιος, «O,τι μας έφτανε χτες, για σήμερα ήταν λίγο. O,τι μας γέμιζε χτες, ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί».
Η χώρα δεν πάει πουθενά έτσι. Η χώρα βυθίζεται σε μια χαύνωση, ένα μείγμα από μύθους και ψέματα μαζί με αδράνεια και εφησυχασμό. Τα διαρθρωτικά προβλήματα δεν λύνονται. Για ακόμη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τρομακτικό φάσμα. Οι πολίτες να κάνουν τις τεράστιες θυσίες και το πολιτικό σύστημα να είναι απόν από τη μεγάλη μάχη των αλλαγών. Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε οραματιστές υπουργούς, που θα δώσουν αυτή τη μάχη. Και δυστυχώς δεν τους έχουμε. Κι έτσι το νερό των μεγάλων θυσιών χύνεται στον τρύπιο πάτο του.
*Ο Ορέστης Καλογήρου είναι καθηγητής ΑΠΘ, μέλος της Προσωρινής Επιτροπής Πρωτοβουλίας της Δυναμικής Ελλάδας.