Του Ξενοφώντα Κονταργύρη*
Ασχολούμαι με τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας εδώ και πολλά χρόνια καθώς το ενδιαφέρον μου γι’ αυτά άρχισε από τα φοιτητικά μου βήματα ακόμα. Κι η αλήθεια είναι ότι και η άποψή μου, ως νομικού, για τα πνευματικά δικαιώματα, το βαθμό προστασίας τους, την ιδιαίτερη αξία τους και το αν αποτελούν τροχοπέδη ή μοχλό επιτάχυνσης και προόδου, έχει παραλλάξει (και λογικά…) μέσα στη διαδρομή αυτή. Για να μη θεωρηθεί ότι δεν παίρνω σαφή θέση για το ζήτημα, δηλώνω υπέρμαχος των πνευματικών δικαιωμάτων. Αναγνωρίζω όμως ότι η ταχύτητα με την οποία τρέχει η ζωή και η επιστήμη σήμερα είναι τέτοια που, σε πολλές περιπτώσεις, η επαυξημένη προστασία που εξασφαλίζουν στους φορείς τους και οι περιουσιακές αξιώσεις που τους παρέχουν είναι δύο αντιδιαμετρικά κινούμενα μεγέθη.Ποιος φταίει τελικά για το σημερινό κλεφτοπόλεμο μεταξύ ΑΕΠΙ και υπόχρεων;
Δεν είναι σκοπός μου να αναλύσω σε επιστημονικό επίπεδο το ζήτημα εδώ. Θα περιοριστώ λοιπόν στην ανάδειξη διαφόρων παθογενειών που παρατηρούνται τελευταία στην εγχώρια, κυρίως, αγορά με αφορμή τα πνευματικά δικαιώματα. Στα πλαίσια της δουλειάς μου, έχω παρατηρήσει τα δύο τελευταία χρόνια κυρίως έναν ανορθόδοξο εποχικό πόλεμο της ΑΕΠΙ και άλλων φορέων που εκπροσωπούν δικαιούχους πνευματικών δικαιωμάτων κατά ομάδων επιχειρήσεων που, κατ’ αρχήν, εμπίπτουν με βάση τις δραστηριότητές τους, στους υπόχρεους σε καταβολή εισφορών για τη χρησιμοποίηση έργων πνευματικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, το 2012 ήταν η χρονιά για τα ξενοδοχεία και τους χώρους εστίασης να δεχτούν συντονισμένες επιθέσεις από την ΑΕΠΙ ενώ τη φετινή σεζόν στόχος φαίνεται να είναι τα ψηφιακά μέσα (ραδιόφωνα, ιστοσελίδες, web tv κλπ.)… Κάθε φορά που εξαπολύεται ένα τέτοιο κυνήγι, όπως είναι φυσικό, οι επιχειρήσεις που στοχοποιούνται με ρωτούν εναγωνίως τι θα γίνει, γιατί η ΑΕΠΙ τους θυμήθηκε τώρα ενώ ήταν πρακτικά άφαντη τα προηγούμενα χρόνια, πώς είναι δυνατόν να αξιώνει μέσα σε λίγες εβδομάδες την πληρωμή οφειλών πολλών προηγούμενων ετών κλπ. Επειδή όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι εύλογες, χρήσιμο είναι να γίνουν οι εξής διευκρινίσεις:
– γιατί τώρα;
Είναι αλήθεια ότι η ΑΕΠΙ και η GEA τα δύο τελευταία χρόνια έχουν γίνει ιδιαίτερα πιεστικές, σε περίοδο μάλιστα κρίσης, που καμία επιχείρηση πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έχει το τζίρο των περασμένων ετών για να ανταποκριθεί στα ισχύοντα αμοιβολόγια και να πληρώσει αναδρομικές οφειλές από παλιότερες χρονιές που η ΑΕΠΙ αποδεδειγμένα (ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας) ήταν αδρανής ή, έστω, νωθρή στα καθήκοντά της… Ο λόγος που τώρα σπεύδει να δεσμεύσει όσους περισσότερους μπορεί με συμβάσεις συνεργασίας, είναι η επερχόμενη αλλαγή στα ισχύοντα αμοιβολόγια. Όπως γίνεται γνωστό από το υπουργείο Πολιτισμού, στόχος είναι το προσεχές διάστημα να προκύψουν νέες αμοιβές συμβατές με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς που δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι ίσχυε ως το 2008…
– αν όχι όπως γίνεται τώρα, πώς αλλιώς;
Σε αντίθεση με τα ισχύοντα αμοιβολόγια της ΑΕΠΙ, τα οποία έχουν οριστεί μονομερώς από την ίδια με απλές διοικητικές πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση της ισχύουσας νομοθεσίας, υπάρχουν πια τα τεχνικά μέσα να γίνεται μια σαφώς πιο προσωποποιημένη και αντιπροσωπευτική τιμολόγηση των οφειλών κάθε υπόχρεης επιχείρησης. Για παράδειγμα, δεν είναι λογικό επειδή ένα ραδιόφωνο αποκλειστικά ξένου ρεπερτορίου παίζει απλώς μουσική να υποχρεώνεται να καταβάλει στην ΑΕΠΙ το Χ ποσό για πνευματικά δικαιώματα. Αφενός η ΑΕΠΙ δεν εκπροσωπεί όλους τους ξένους καλλιτέχνες στη χώρα, αφετέρου, αντιλαμβανόμενοι τις νέες συνθήκες της αγοράς, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες διανέμουν οικειοθελώς και δωρεάν ολοένα πιο μαζικά τη δουλειά τους προκειμένου να διαφημιστεί και στη συνέχεια να προσποριστούν εισόδημα από εκεί που πραγματικά αυτό προέρχεται, δηλαδή από τις συναυλίες, τις πωλήσεις ειδικών εκδόσεων των έργων τους, τις πωλήσεις merchandise κλπ.
Επομένως, οι οφειλές προς την ΑΕΠΙ θα έπρεπε να υπολογίζονται στο εξής με έναν διαφορετικό, πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο, όπως π.χ. μετά από καταγραφή του πραγματικού αριθμού πνευματικών έργων που αναμετέδωσε ο υπόχρεος σε μια δεδομένη χρονική περίοδο.
– ποιος φταίει τελικά για το σημερινό κλεφτοπόλεμο μεταξύ ΑΕΠΙ και υπόχρεων
Η απάντηση είναι σαφής και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης: και οι δυο! Αφενός η ΑΕΠΙ και οι άλλοι ομοειδείς με αυτήν φορείς εμφάνισαν κατά τα περασμένα έτη μια σκανδαλώδη χαλαρότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους κάνοντας την αγορά να θεωρήσει ότι οι υποχρεώσεις της προς τους πνευματικούς δημιουργούς ήταν ήσσονος σημασίας… Αν αυτό ήταν σωστό ή λάθος, έχει λίγη σημασία πια! Αυτό που πραγματικά μετράει είναι ότι δε μπορείς να έχεις ουσιαστικά παραιτηθεί από την είσπραξη των αμοιβών για πνευματικά δικαιώματα επί σειρά ετών – και μάλιστα σε εποχές που η αγορά ανθούσε – και να εμφανίζεσαι τώρα με εκδικητική σχεδόν διάθεση, ενόψει των αλλαγών που αναφέρθηκαν παραπάνω, να διεκδικείς όχι μόνο τα τρέχοντα αλλά και παλιά χρέη. Σφάλμα θα πρέπει να καταλογιστεί, επίσης, και στους υπόχρεους σε καταβολή τελών προς την ΑΕΠΙ, οι οποίοι όσο επικρατούσε γύρω από το ζήτημα η γενικευμένη χαλαρότητα του παρελθόντος, βολεύονταν με την κατάσταση αυτή, δεν τακτοποιούσαν τις οφειλές τους αλλά, κυριότερα, δεν έλαβαν καμία πρόνοια να συνασπιστούν και να έλθουν με κοινά διαμορφωμένες θέσεις σε ένα διάλογο με την ΑΕΠΙ και τις αρμόδιες κρατικές αρχές για το ζήτημα. Ιδιαίτερα οι δραστηριοποιούμενοι στα νέα ψηφιακά και ταχέως αναπτυσσόμενα μέσα ακόμα και σήμερα δεν έχουν κανένα φορέα συλλογικής εκπροσώπησής τους! Με δεκάδες ιντερνετικά ραδιόφωνα και διαδικτυακές σελίδες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας να προστίθενται κάθε χρόνο στο χάρτη του ελληνικού internet, αυτή η μοναχική πορεία που επιλέγουν να ακολουθήσουν όλοι οι παραπάνω είναι λανθασμένη αν όχι εγκληματική επιχειρηματικά… Ειδικά οι ιδιοκτήτες των νέων μέσων, για τα οποία το ρυθμιστικό πλαίσιο παραμένει ακόμα αλλά, σίγουρα όχι επ’ αόριστω, νεφελώδες έχουν τώρα τη μοναδική ευκαιρία να συμμετέχουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που θα διέπει τις δραστηριότητές τους. Το να αδιαφορούν στο ενδεχόμενο να ασκήσουν την επιρροή αυτή συνασπισμένα και από κοινού, είναι αντίθετο προς την ίδια τη σύγχρονη φιλοσοφία της αγοράς που κομίζουν…
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι όμως, λάθη θα πρέπει να καταλογιστούν και σε δύο ακόμα πλευρές. Από τη μία στο κράτος και το αρμόδιο, υπουργείο Πολιτισμού, που σε μια διαρκή κρίση αυταρέσκειας επιμένουν μέχρι και σήμερα να βρίσκουν επαρκή το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ν. 2121/1993). Δεν είναι λάθος η διαπίστωση αυτή κατ’ αρχήν… Όμως, όπως ισχύει και με πολλά άλλα ζητήματα, το ότι υπάρχει ένας καλός νόμος-πλαίσιο δε σημαίνει ότι η εφαρμοστική/εξειδικευτική νομοθεσία γύρω απ’ αυτόν μπορεί να μένει επ’ άπειρο χωρίς κωδικοποίηση, διάσπαρτη σε εγκυκλίους και υπουργικές αποφάσεις… Μάλιστα, η συγκυρία της ρύθμισης του πλαισίου λειτουργίας των νέων ψηφιακών μέσων είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για μια εκ του μηδενός, συνολική κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την πνευματική ιδιοκτησία στη χώρα!
Τέλος, ολιγωρία πρέπει να καταλογιστεί και τους ίδιους τους καλλιτέχνες και τους κληρονόμους τους. Ειδικά οι ηθοποιοί παραπονιούνται διαχρονικά για τους επαχθείς όρους των συμβολαίων με τους οποίους τους δεσμεύουν κανάλια και κινηματογραφικοί παραγωγοί και με βάση τους οποίους δεν προσπορίζονται τίποτα από τις επαναλήψεις των έργων τους. Είναι πράγματι υπαρκτό το πρόβλημα και δίκαιο το παράπονο… Όμως και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν φρόντισαν μέχρι σήμερα να συνασπιστούν ουσιαστικά και να διεκδικήσουν καλύτερη μεταχείριση. Όσες προσπάθειες συλλογικής εκπροσώπησης έγιναν μέχρι σήμερα είχαν κυρίως το χαρακτήρα ενός ‘συλλογικού ταμία ή εισπράκτορα’ των πενιχρών έστω αμοιβών τους και τίποτα περισσότερο!
Κλείνοντας, δεν πρέπει να παραληφθεί η εξής παρατήρηση: στην αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής κυοφορείται η επέκταση της χρονικής προστασίας για δικαιώματα φωνογραφημάτων από 50 σε 70 χρόνια. Προσωπικά, διαφωνώ με την εξέλιξη αυτή για τον εξής απλό και ρεαλιστικό λόγο: ο σκοπός της σχεδιαζόμενης ρύθμισης είναι καθαρά περιουσιακός/οικονομικός και παραγνωρίζει εντελώς μια πολύ βασική παράμετρο: ένα μουσικό έργο (ή ένα οποιοδήποτε άλλο πνευματικό δημιούργημα), εφόσον φτάσει να απασχολεί 50 ή 70 χρόνια μετά την πρώτη διάθεσή του, είναι πια μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού ή και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Το να παρεμποδίζεις την απόλαυσή του για λόγους κερδοσκοπίας βάζει σαφέστατη τροχοπέδη στην περεταίρω πρόοδο της κοινωνίας που πια το θεωρεί δίκαια κτήμα της. Η σημασία της συλλογιστικής αυτής γίνεται με πολύ πιο εμφατικό τρόπο κατανοητή αν αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που θα είχε, λόγου χάρη, η παράταση της χρονικής διάρκειας μιας πατέντας για ένα φάρμακο που θα θεράπευε τον καρκίνο: σκεφτείτε τι θα συνέβαινε, ή μάλλον, τι θα καθυστερούσε 70 ολόκληρα χρόνια να συμβεί, αν ίσχυε ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας για τη ‘συνταγή’ πίσω από αυτή τη θεραπεία…
*Ο Ξενοφώντας Κονταργύρης είναι υποψήφιος διδάκτορας Νομικής, δικηγόρος Θεσσαλονίκης.