Του Ηλία Μόσιαλου
Τα τελευταία χρόνια, ταυτόχρονα με τις γνωστές παθογένειες του ΕΣΥ, ζούμε κάποιες προσπάθειες βελτίωσης. Νομίζω ότι είναι αποσπασματικές και όχι ενταγμένες σε συνολικό σχεδιασμό. Oι αναγκαίες αλλαγές αφορούν έξι πεδία:Το βέβαιο είναι ότι θέλουμε σχέδιο αναδιάρθωσης του ΕΣΥ, όχι μόνο δημοσιονομικό όπως προτείνει η τρόικα, αλλά κυρίως διαρθρωτικό
– Πρώτο, άρση του πελατειακού – κομματικού χαρακτήρα του συστήματος. Είναι απόλυτη ανάγκη να επιβληθεί «πολιτική αχρωματοψία». Οι διοικητές των νοσοκομείων και των μεγάλων οργανισμών να επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια. Τα εποπτικά όργανα του υπουργείου Υγείας να γίνουν ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και τα κόμματα. Ειδικά το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας θα μπορέσει να παίξει ουσιαστικό ρόλο (σύμβουλος της Πολιτείας και έμμεσα των πολιτών, αδέκαστος αξιολογητής των υπηρεσιών υγείας και των νοσοκομείων) μόνο αν ξεφύγει από τις πολιτικές αλλά και τις συνδικαλιστικές επεμβάσεις. Το ίδιο ισχύει για τις προσλήψεις γιατρών στο ΕΣΥ, που προβλέπονται πολλές έπειτα από 4-5 χρόνια, όταν θα υπάρξει η μαζική συνταξιοδότηση των αρχικών στελεχών του.
– Δεύτερο, άμεση συγχώνευση των κλινικών στις μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες. Είναι παράλογο να έχουμε 2.000 κλινικές σε σχεδόν 130 νοσοκομεία. Εξίσου παράλογο είναι να υπάρχουν 3 και 4 μικρά νοσοκομεία σʼ έναν νομό, αλλά το 80% των περιστατικών να φεύγει και να πηγαίνει σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία άλλων περιοχών. Δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του ʼ50, τότε που δεν υπήρχαν δρόμοι και οι αποστάσεις ήταν μεγάλες. Παράλογο επίσης είναι να συγχωνεύονται κυρίως μικρά νοσοκομεία, που καλύπτουν το 0,5 % του συνολικού κόστους. Η συγχώνευση των κλινικών στις μεγάλες μονάδες είναι απαραίτητη όχι τόσο για δημοσιονομικούς όσο για ιατρικούς λόγους. Θα εξασφαλίσει καλύτερη παροχή θεραπευτικού έργου, αποτελεσματικότερη εκπαίδευση γιατρών – νοσηλευτών και πολύ πιο ορθολογικές εφημερίες. Για το τελευταίο, ας τονιστεί ότι – με εξαίρεση δυσπρόσιτες και απομονωμένες περιοχές – πρέπει να πάψουν άμεσα οι εφημερίες στα Κέντρα Υγείας. Ας καθοριστεί επιτέλους ποια είναι η «ασφαλής εφημερία» (δηλαδή ποιες ειδικότητες είναι ανάγκη να εφημερεύουν) και ας πάψει η πολυδιάσπαση των Μονάδων Υγείας και των εφημεριών. Τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία θα πρέπει να στηρίζονται στην ποιότητα, ενώ τώρα το σύστημα λειτουργεί σαν τροχονόμος της ποσότητας και της πολλαπλής διασποράς. Γενικότερα, θα έλεγα ότι πρέπει – το γρηγορότερο – να σχεδιαστεί ο «νοσοκομειακός χάρτης της χώρας» για τα ερχόμενα 20 χρόνια.
– Τρίτο, συνολικότερη αλλαγή στο φάρμακο. Δεν αρκεί η παρέμβαση στις τιμές αν δεν ελέγχεται η κατανάλωση. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση είναι σημαντική πρόοδος, όμως απουσιάζει ένα κέντρο ελέγχου και ανάλυσης της συνταγογράφησης που θα δίνει οδηγίες στους γιατρούς και θα ομαδοποιεί τις συνταγές ανά φάρμακο, ασθένεια και γιατρό. Οσο αυτό δεν γίνεται τόσο συχνότερα ο εκάστοτε υπουργός Υγείας θα περιορίζεται να «τσιμπάει» κάθε εξάμηνο έναν γιατρό που εκτελεί υπερσυνταγογράφηση και θα τον δίνει βορά στα πρωτοσέλιδα. Εξάλλου, η τιμολόγηση του φαρμάκου είναι σήμερα ανεπαρκής στην πιστοποίησή της. Αντί για τον καθορισμό της τιμής ενός φαρμάκου με βάση τις τρεις χαμηλότερες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το αντίστοιχό του, θα μπορούσαν να ισχύσουν ως κριτήρια οι τιμές σε δύο βόρειες και δύο νότιες χώρες συν στάθμιση του ΑΕΠ στη Ελλάδα.
– Τέταρτο, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Εδώ, από την πλήρη πολυδιάσπαση περάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό: με τη μεταφορά του συνόλου των γιατρών του ΙΚΑ χωρίς αξιολόγηση στον νέο οργανισμό, ο ΕΟΠΥΥ έγινε ταυτόχρονα και χρηματοδότης και πάροχος υπηρεσιών. Τώρα επιδιώκεται η αποχώρηση 1.000 περίπου γιατρών συγκεκριμένων ειδικοτήτων, ενώ κανονικά θα έπρεπε νʼ αξιολογηθεί το σύνολο των γιατρών άσχετα από ειδικότητα. Και φυσικά, η αξιολόγηση πρέπει να γίνεται από ανεξάρτητη επιτροπή. Από εκεί και πέρα, η πρωτοβάθμια υγεία καλείται νʼ αντιμετωπίσει ένα πολύ σημαντικό νέο δεδομένο: ότι σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότεροι ηλικιωμένοι ασθενείς, με πολλαπλά νοσήματα, σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν. Επειδή αυτοί οι ασθενείς χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα, απαιτούνται πολλές μικρές ιατρικές «επιχειρήσεις» πολλαπλών ειδικοτήτων. Ετσι ο κάθε ηλικιωμένος ασθενής θα βρίσκει συγκεντρωμένες τις ειδικότητες που χρειάζεται, δεν θα μετακινείται αενάως από τον Αννα στον Καϊάφα.
– Πέμπτο, ανθρώπινο δυναμικό. Είναι ανάγκη νʼ ανακοπεί ο υπερπληθωρισμός στις σχολές υγείας με μείωση των εισακτέων. Στη συνέχεια, μπορούν να θεσπιστούν εξετάσεις για τους πτυχιούχους γιατρούς ώστε οι καλύτεροι να αρχίζουν πρώτοι ειδικότητα. Οι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν νʼ ασκούν ιδιωτική ιατρική μόνο εφόσον δίνουν εγγυημένα προτεραιότητα στο ΕΣΥ. Π.χ. ένας χειρουργός θα χειρουργήσει ιδιωτικά έναν ασθενή του μόνο αν έχει πρώτα χειρουργήσει ορισμένο αριθμό ασθενών στο ΕΣΥ.
– Έκτο, σχέση δημόσιου – ιδιωτικού τομέα. Στο λεπτό αυτό ζήτημα, ούτε ο δημόσιος τομέας είναι λογικό να προγραμματίζει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα ούτε όμως και ο ιδιωτικός να προκαλεί τεχνητή ζήτηση στον δημόσιο, ώστε νʼ αμείβεται κερδοσκοπικά απʼ αυτόν (παράδειγμα: οι τομογραφίες, όπου είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές). Από την άλλη, όλα ανεξαιρέτως τα νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, πρέπει νʼ αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια. Εχοντας τις ίδιες τιμές και παρέχοντας τις ίδιες ποιοτικές υπηρεσίες. Τέλος, στην περίπτωση οποιασδήποτε σύμβασης μεταξύ των δύο τομέων πρέπει να επικρατεί η απόλυτη διαφάνεια.
Τα παραπάνω αφορούν το οργανωτικό – κλινικό κομμάτι. Χρειάζονται παρεμβάσεις και στη δημόσια και στην ψυχική υγεία. Το βέβαιο είναι ότι θέλουμε σχέδιο αναδιάρθωσης του ΕΣΥ, όχι μόνο δημοσιονομικό όπως προτείνει η τρόικα, αλλά κυρίως διαρθρωτικό. Με τεκμηρίωση, ανάλυση των αναγκών του λαού και συνεργασία με όσους εργαζομένους πονάνε το σύστημα και είναι άμεμπτοι. Διαφορετικά, τα ίδια αίτια θα επισωρεύσουν μελλοντικά τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα.
*Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, πρώην υπουργός, μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας της “Δυναμικής Ελλάδας”.